Σύνοψη
Η Χαρούλα είναι ακριβώς όπως το όνομά της. Χαρούμενη, χαριτωμένη και καλόκαρδη. Μαθήτρια της Β' Λυκείου, Θεσσαλονικιά, βρίσκεται ξάφνου στη Λακωνία, φιλοξενούμενη μιας φιλικής οικογένειας. Ο ναυτικός πατέρας της, η μητέρα της κι ο μικρός αδελφός της είναι όμηροι Σομαλών πειρατών, μαζί με το εικοσιπενταμελές πλήρωμα του πλοίου με το οποίο ταξίδευαν. Ο σκοπός των πειρατών είναι τα λύτρα.
Έτσι, η Χαρούλα αναγκάζεται να μετακομίσει στο σπίτι του αδελφικού φίλου του πατέρα της, του πλοιάρχου και πατέρα τής συνομήλικής της Ειρήνης. Εκεί, στη μικρή ήσυχη πόλη, κοντά στη συμπαραστάτρια οικογένεια, η Χαρούλα ξαναβρίσκει το χαμόγελο που είχε στερηθεί και η ελπίδα αρχίζει να ζωηρεύει μέσα της. Μαζί μ’ αυτή και η ανησυχία. Στήριγμά της η οικογένεια του καπετάνιου και συντροφιά της η Ειρήνη. Αν υπάρχει κάτι θείο και ευεργετικό στη φιλία, αυτά τα δυο κορίτσια το έζησαν. Και αν υφίσταται ακόμη στον τόπο μας η φιλοξενία με την ιερή, αρχαία έννοια, η Χαρούλα την απόλαυσε. Το άξιζε, άλλωστε.
Ένα βιβλίο για το δώρο της φιλίας, για τη φιλοξενία, την ελπίδα και το σεβασμό. Κι επιπλέον ένας ύμνος στον κόσμο που μας περιβάλλει: τη "Γη-Πατρίδα".
«[...] Η ιστορία της Χαρούλας περιέχει όλα όσα περιμένουμε από τους χαρακτήρες ενός νεανικού βιβλίου: τις ψυχικές μεταπτώσεις και τις αμφιβολίες, τη δυσκολία της προσαρμογής, τις σχέσεις ανάμεσα στις γενιές, τις αγωνίες και την ελπίδα. [...] Εκείνο όμως που με απασχόλησε ιδιαίτερα στο καινούριο μυθιστόρημα της Ελένης Σαραντίτη, δεν ήταν το θέμα και η ιστορία της ηρωίδας καθαυτή. Διαβάζοντάς το κατάλαβα ποιο είναι το συστατικό που κάνει ένα κείμενο επί της ουσίας λογοτεχνικό: Η γλώσσα και το βάθος των αισθημάτων που δημιουργεί στον αναγνώστη. Είναι η γλώσσα εκείνη που κάνει τα κοινά και τετριμμένα να πλουτίζουν τις αισθήσεις. Και μέσω της γλώσσας η λογοτεχνία επεκτείνει την προσωπική εμπειρία του αναγνώστη και την καλλιεργεί. [...] Η γλώσσα στην οποία γράφει η Σαραντίτη είναι μεστή. Και διαθέτει ακόμα ένα χαρακτηριστικό που την κάνει να ξεχωρίζει: πετυχαίνει να συνταιριάξει και να δέσει αρμονικά την καθομιλουμένη με τη γλώσσα που μιλούσαν παλιά, είτε οι ηλικιωμένοι είτε εκείνοι που δεν έχουν χάσει ακόμα τις επαρχιακές καταβολές τους. Κι έχει το ταλέντο η συγγραφέας ώστε, αυτό το δεύτερο, να μη ξενίζει ως επιτηδευμένο και παλιομοδίτικο, ως στυλ δηλαδή, αλλά να δημιουργεί στον αναγνώστη παραστάσεις από άλλες εποχές και να εμπλουτίζει τις σημερινές. [...] Στη Χαρούλα… υπάρχει γλωσσική ποικιλία. Οι ήρωες της Σαραντίτη μιλούν και σκέφτονται σε πολλές γλώσσες: στη γλώσσα των ηλικιωμένων, στη γλώσσα της παιδικής ηλικίας και των ακουσμάτων που διατηρήθηκαν στη μνήμη, στη γλώσσα της εφηβείας και της ωριμότητας, στην καθημερινή γλώσσα του σήμερα, στη γλώσσα των ποιητών και των εικόνων που μεταφέρει. Γι’ αυτούς κυρίως τους λόγους πρέπει να διαβαστεί Η Χαρούλα στους εφτά ουρανούς. Επειδή μας επιστρέφει σε μια παιδεία, όπως θα έπρεπε να είναι, υποστηρίζοντας τη γλωσσική καλλιέργεια που έχει εξοβελιστεί από παντού!»
Μαρίζα Ντεκάστρο, www.oanagnostis.gr/ανάσα/