Κατηγορίες

Πουθενά δεν κάνει κρύο Νοέμβρη μήνα

Πουθενά δεν κάνει κρύο Νοέμβρη μήνα

Σκέψεις για την επέτειο της εξέγερσης του Πολυτεχνείου με αφορμή
τη μαρτυρία του Σταύρου Λυγερού «Η εξέγερση του Πολυτεχνείου, μια ξεχασμένη κατάθεση»
και το μυθιστόρημα της Αλεξάνδρας Μητσιάλη «Οι μέρες που δακρύζουν»

Γράφει ο Φίλιππος Μανδηλαράς 

Αυτές τις μέρες που πλησιάζει η επέτειος της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, σκέφτομαι πόσο άδικα την αντιμετωπίζουμε γονείς και εκπαιδευτικοί, πόσο αμήχανες είναι τις περισσότερες φορές οι σχολικές γιορτές, πόσο φοβισμένες και βιαστικές, πόσο υποβαθμίζουν τελικά το γεγονός, παρότι αποτελεί τον «ιδρυτικό μύθο του δημοκρατικού πολιτεύματος το οποίο με τα καλά και τα κακά του έχουμε αδιαλείπτως για μισό αιώνα» όπως επισημαίνει ο Λυγερός στην μαρτυρία του. «Χρησιμοποιώ εδώ τον όρο “μύθος”» επισημαίνει, «με τον ίδιο τρόπο που κάθε μεγάλο ιστορικό γεγονός - σταθμός για ένα λαό αναπόφευκτα προσλαμβάνει και διαστάσεις “μύθου”. Κι αυτό δεν είναι διόλου κακό.»

Σκεφτόμουν  λοιπόν τι μας εμποδίζει εμάς, τους μεγαλύτερους, και δεν μπορούμε να μιλήσουμε ξεκάθαρα στα παιδιά και στους εφήβους για ένα ιστορικό γεγονός που έχει αναχθεί σε μύθο, ένα ιστορικό γεγονός με ξεκάθαρους Καλούς και Κακούς, ξεκάθαρο τέλος και ξεκάθαρες επιπτώσεις. Και τι θα μπορούσε να προσφέρει σήμερα σε έναν έφηβο μια μαρτυρία σαν αυτή του Λυγερού (μέλους της Συντονιστικής Επιτροπής της κατάληψης του Πολυτεχνείου, άρα άμεσα εμπλεκόμενου στο γεγονός) ή μια μυθιστορηματική αφήγηση των γεγονότων με ήρωες μαθητές και φοιτητές της εποχής, σαν αυτή της Μητσιάλη.

Αφού αφαιρέσω την αισθητική απόλαυση που μπορεί να προσφέρει στον αναγνώστη το μυθιστόρημα της Μητσιάλη, αλλά και την εμπειρία που προσφέρει η ανάγνωση μιας ιστορικής μαρτυρίας όπου ο αναγνώστης καλείται να διακρίνει το υποκειμενικό στοιχείο και να το κρίνει με τα δικά του εργαλεία, θα ήθελα να περιοριστούμε στις πληροφορίες που λαμβάνει ο έφηβος αναγνώστης, είτε αυτές είναι ιστορικές, είτε ψυχογραφικές, και ειδικά σε αυτές που εκτιμώ ότι θα μπορούσαν να τον αφορούν άμεσα.

Ναι, έχει μεγάλο ενδιαφέρον λοιπόν, η πληροφορία που δίνει ο Λυγερός πως οι φουρνιές των νέων φοιτητών ήταν «άγραφο χαρτί», πως είχαν αποκοπεί πολιτικά από την γενιά πριν την εγκαθίδρυση της Χούντας, όπως και η σύνδεση που κάνει με το μεγάλο κίνημα αμφισβήτησης του Μάη του ’68. Έχει ενδιαφέρον επίσης η πληροφορία περί της πολιτικής ομαλοποίησης που επιδίωκε η χούντα των συνταγματαρχών, με σκοπό να προχωρήσει σε μια ιδιότυπη «γύψινη» δημοκρατία, σαν αυτή που εφαρμόστηκε αργότερα σε κράτη της Λατινικής Αμερικής. Όπως έχει κι ενδιαφέρον η θέση των δύο μεγάλων φοιτητικών παρατάξεων απέναντι στις καταλήψεις της Νομικής που προηγήθηκαν του Πολυτεχνείου, αλλά και απέναντι στην ίδια την κατάληψη του Πολυτεχνείου….

Μόνο που ξέρετε κάτι;

Όλα αυτά είναι πληροφορίες που έχουν ανάγκη ιστορικής γνώσης της εποχής για να τα αντιληφθεί ο αναγνώστης και λίγοι την έχουν.

Μια πληροφορία όμως που δίνει ο Λυγερός και πάνω στην οποία πατάει όλη τη δράση των ηρώων της η Μητσιάλη, δεν χρειάζεται ιστορική γνώση αλλά συναισθηματική αντίληψη και οξυδέρκεια στην ανάγνωση των γεγονότων: το φοιτητικό κίνημα ήταν αυτόνομο, δρούσε χωρίς πολιτική ηγεσία και στρατηγική, είχε ως κύριο σκοπό την ανατροπή της χούντας!

Ναι, αυτή η πληροφορία -αυτό το κυνήγι της ουτοπίας- μιλάει κατευθείαν στην καρδιά ενός εφήβου. Όλων μας, κανονικά.

«”Πρέπει να κάνουμε κάτι Μυρσίνη» παρακινεί την ηρωίδα η Λίζα. «”Δεν πάει άλλο. Καταλαβαίνεις;” […] “Τι περιμένουμε; Οι συνελεύσεις για τις φοιτητικές εκλογές είναι η ευκαιρία μας. Ακόμα κι αν μας τις παραχωρεί σαν πρόσχημα η χούντα. Πρέπει να τις αξιοποιήσουμε. Από κάπου πρέπει ν’ αρχίσει να ξηλώνεται το πουλόβερ. Αν όχι από εμάς, τότε από ποιους;”»

Και να που η Λίζα, φίλη της Μυρσίνης, της φοιτήτριας ηρωίδας της Μητσιάλη, αντιστρέφει σε μια φράση αυτό που επίμονα προσπαθούν να μας μάθουν τόσα χρόνια: ότι το Πολυτεχνείο ήταν φοιτητική διαμαρτυρία που κατέληξε σε αντιχουντική και αντιαμερικανική διαμαρτυρία αλλά δεν έπαψε να είναι πρωτίστως φοιτητική. Τι κι αν είχε κατέβει τόσος κόσμος στο κέντρο της Αθήνας, τι κι αν είχαν μπει στο Πολυτεχνείο αγρότες, οικοδόμοι, μαθητές -όχι, ήταν μια πάλη των φοιτητών με την αστυνομία για καλύτερη παιδεία, μια πάλη που συνέβαινε να είναι και αγώνας για λαϊκή κυριαρχία. Εξέγερση πάντως, δεν ήταν!

Ξέρω γω… Μήπως ήταν αλλιώς, τελικά; Μήπως εδώ εδράζει η αμηχανία και τα φάλτσα τόσων δεκαετιών;

Η μαρτυρία του Λυγερού τακτοποιεί κάπως τα πράγματα, εξηγεί όλα αυτά τα φάλτσα που ακούγονται τόσα χρόνια τέτοια εποχή, φροντίζει να αναδείξει το αυγό (την εξέγερση δηλαδή, αυτή καθ’ αυτή) και τη σημασία του, παραβλέποντας (όσο μπορεί) αν προέρχεται από την κότα ή αν είναι αυτό που έκανε την κότα. Σημασία έχει το αυγό -έτσι δεν είναι;

Εγώ πάντως θα συμφωνήσω με τη Λίζα: Το θέμα είναι να παίρνει να ξηλώνεται το πουλόβερ. Δεν έκανε τόσο κρύο στην Αθήνα εκείνες τις μέρες (κι ας είχε παγωνιά), όπως δεν έκανε κρύο και στην Τεχεράνη (κι ας φυσούσε διαβολεμένα) πριν λίγες μέρες, το πρώτο Σάββατο του Νοέμβρη του 2024, όταν η Αχού, Ιρανή φοιτήτρια, αντιδρώντας σε μια παρατήρηση που δέχτηκε από κάποιο όργανο της τάξης, πέταξε από πάνω της την μαύρη υφασμάτινη ντροπή που είναι υποχρεωμένη να φορά επειδή συμβαίνει να είναι γυναίκα, και έμεινε με τα εσώρουχά της, να κεντρίζει με το γυμνό κορμί της τα θεμέλια ενός απολυταρχικού καθεστώτος που δεν δέχεται καμιά διαφωνία ή παραφωνία. Μόνο υποταγή και  αφωνία.

Πώς μπορούμε να περιμένουμε από έναν σημερινό έφηβο να αντιληφθεί το μεγαλείο και τον ηρωικό χαρακτήρα της κίνησης της Αχού, αν διστάζουμε να αποδώσουμε στους φοιτητές που είχαν κλειστεί στο Πολυτεχνείο εκείνο τον Νοέμβρη του ’73 το μεγαλείο και τον ηρωισμό που τους αξίζει; Αν δεν του επιτρέψουμε να αντιληφθεί πως για να διατηρεί ένας λαός τον αυτοσεβασμό του, χρειάζεται ανθρώπους που θα βάλουν τον εαυτό τους σε κίνδυνο για λογαριασμό των περισσότερων;

Πώς θα του δώσουμε να καταλάβει ότι η Αχού ούτε παλαβή είναι, ούτε κάποια συνειδητή αγωνίστρια που παλεύει για την ελευθερία των γυναικών, αλλά μια γυναίκα που αγωνίζεται για το πανανθρώπινο δικαίωμα στην αυτοδιάθεση και στην ελευθερία έκφρασης, κι ότι ο αυθόρμητος χαρακτήρας της δράσης της δεν θολώνει ούτε στο ελάχιστο την πολιτική της διάσταση; Δεν υπάρχει τίποτα το προμελετημένο στην δράση της Αχού, όπως δεν υπήρξε τίποτα το προμελετημένο στη δράση των φοιτητών που κλείστηκαν στο Πολυτεχνείο, όπως εξηγεί ο Λυγερός. Μόνο η ανάγκη να φύγει εκείνη η σκοτεινιά από τη πατρίδα. Τώρα.

Πώς θα νιώσει λοιπόν, ο σημερινός έφηβος την ανάγκη της Αχού να γυμνωθεί (κι ας γνωρίζει η ίδια ότι μόνο να χάσει έχει από την πράξη της την συγκεκριμένη στιγμή, στον συγκεκριμένο τόπο) αν δεν αντιληφθεί πως οι πράξεις των άμεσων προγόνων του στο Πολυτεχνείο ήταν αυθεντικές, πήγαζαν από την ανάγκη τους να ζήσουν όπως αξίζει σε κάθε άνθρωπο και γι αυτό ίσως είχαν και τόσο μεγάλη απήχηση στον φοβισμένο πολίτη, στον ανενεργό, αδρανή, βολεψάκια πιθανώς και ίσως και παθητικό συνένοχο ενός καθεστώτος που κανέναν δεν τιμούσε να το ανέχεται αλλά το ανεχόταν;

Γιατί, όπως αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης από τη μαρτυρία του Λυγερού (κι αυτό είναι ένα πολύ σημαντικό μάθημα ιστορίας), καμία εξέγερση δεν αποκτά μαζική διάσταση, καμιά εξέγερση δεν μπορεί να επιβιώσει στο χρόνο, καμιά εξέγερση δεν εξελίσσεται σε επανάσταση, αν δεν καταφέρει να ξυπνήσει την αποκοιμισμένη μάζα των πολιτών, αν δεν διαπεράσει την αδράνειά τους και δεν τους ενεργοποιήσει πολιτικά αλλά και συναισθηματικά.

«Για τους απλούς, φοβισμένους πολίτες, το να ακούνε στο ραδιόφωνο «Κάτω η Χούντα» και τα υπόλοιπα συνθήματα, ήταν ένα δημιουργικό, εξεγερσιακό σοκ» γράφει ο Λυγερός. «Η διεισδυτικότητα των φράσεων που έστελνε το «Εδώ Πολυτεχνείο» σε κάθε σπίτι, έλιωσε τους φόβους και τους δισταγμούς, ξύπνησε τα πιο ανιδιοτελή και ανθρώπινα στοιχεία που έκρυβε μέσα του ο λαός.»

Και χάρη σ’ αυτά ακριβώς τα ανθρώπινα και ανιδιοτελή στοιχεία του λαού, στην επίκληση στην βασική ανάγκη της ελευθερίας και της δημοκρατίας δηλαδή, μετατράπηκε η ενστικτώδης αυτή κατάληψη σε λαϊκή εξέγερση και, στη συνέχεια, σε μύθο.

Οι μύθοι και οι ήρωες δεν χρειάζεται να φοράνε φουστανέλες ούτε να προφέρουν αυτονόητα «Όχι» σε κάθε είδους εισβολέα. Οι ηρωικές πράξεις είναι ενέργειες που τις χαρακτηρίζει η τόλμη, ο αυθορμητισμός, ακόμη και η αυτοθυσία μπροστά στην επιδίωξη ενός κοινού σκοπού. Όλοι όσοι κλείστηκαν στο Πολυτεχνείο τη μέρα εκείνη του Νοέμβρη του 1973, ήταν (δίχως να έχουν καμία επίγνωση, φυσικά) ήρωες και μόνο ως ηρωικές μπορούμε να αντιμετωπίσουμε τις πράξεις τους εκείνες τις μέρες. Κι ας μην συγχέουμε, παρακαλώ, τις κατοπινές τους πράξεις, την πολιτική ή επαγγελματική πορεία τους με τον φοιτητή εαυτό τους τη δεύτερη εβδομάδα εκείνου του Νοέμβρη. Οι άνθρωποι αυτοί, ό,τι δρόμο κι αν πήραν στη συνέχεια, ήταν ήρωες.

Με τον ίδιο τρόπο, μόνο ως ηρωίδα μπορούμε να αντιμετωπίσουμε την Ιρανή φοιτήτρια που θα περπατά για πάντα άφθαρτη και περήφανη στο προαύλιο του πανεπιστήμιο της Τεχεράνης, θυσιάζοντας τον εαυτό της στη επιδίωξη του αγαθού που θα έπρεπε να είναι αυτονόητο παντού, σε ολόκληρο τον κόσμο, σε κάθε καθεστώς: την ελευθερία.

Ας τα σκεφτούμε όλα αυτά λοιπόν, κι ας ψάξουμε να βρούμε μια νέα αφήγηση για την ταλαιπωρημένη αυτή επέτειο. Μια αφήγηση που μπορεί μεν να είναι περισσότερο μυθιστορηματική, μιας και θα περιλαμβάνει πλέον έναν ισχυρό μύθο και πολλούς ήρωες, αλλά -ω, τι παράξενο!- είναι πολύ πιο ειλικρινής και συμβατή με την οντολογική ανάγκη του ανθρώπου για ελευθερία. 

Ναι, πουθενά δεν κάνει κρύο Νοέμβρη μήνα! Αρκεί να στεκόμαστε γυμνοί μπροστά σε οτιδήποτε προσπαθεί να μας κουκουλώσει.

Δείτε περισσότερα βιβλία για το Πολυτεχνείο εδώ.

 
Φίλιππος Μανδηλαράς 
Ο Φίλιππος Μανδηλαράς γεννήθηκε στην Αθήνα το 1965. Ασχολείται με το παιδικό και εφηβικό βιβλίο από το 1997 ως συγγραφέας, μεταφραστής, επιμελητής και αναγνώστης. Έχει γράψει πολλά βιβλία για μικρά και μεγάλα παιδιά, ένα μυθιστόρημα φαντασίας («Νίκη ή αυτό που φαίνεται κι αυτό που είναι»), μία συλλογή διηγημάτων για νέους («Τα μπανανόψαρα») και τέσσερα μυθιστορήματα για εφήβους. Τα τρία από αυτά («Κάπου ν’ ανήκεις», «Ύαινες», «Ζωή σαν ασανσέρ») αποτελούν την «Τριλογία του δρόμου» (2010-2012), ενώ το τέταρτο («Υπέροχος κόσμος», 2016) αποτελεί μια πολυφωνική λογοτεχνική καταγραφή του σήμερα των εφήβων. Για το «Ζωή σαν ασανσέρ» έχει βραβευτεί με το Κρατικό Βραβείο Εφηβικού-Νεανικού Λογοτεχνικού Βιβλίου και για το «Υπέροχος κόσμος» με το βραβείο του περιοδικού «Ο Αναγνώστης».
Προηγούμενο
Επόμενο


Page generated: 15/11/2024 00:11:02