Κατηγορίες

Για την πριγκίπισσα των λέξεων Μελίνα Καρακώστα

Για την πριγκίπισσα των λέξεων Μελίνα Καρακώστα

Γράφει η Μαρία Παπαγιάννη 

50 χρόνια βιβλία #50xroniavivlia

«… Από τότε που έμαθα να γράφω, γράφω. Ημερολόγιο, παραμύθια, ιστορίες, διηγήματα, ποιήματα, προσχέδια μυθιστορημάτων, μυθιστορήματα χωρίς αρχή, μυθιστορήματα χωρίς τέλος, μυθιστορήματα με αρχή και τέλος. Και παράλληλα, από τότε που έμαθα να διαβάζω, διαβάζω…

Επιτίθεμαι με βδελυγμία στις λέξεις, κάνω έρωτα μαζί τους κι ύστερα τις κομματιάζω, τις ξαναχτίζω κυματιστές σαν οργασμό και γλιστερές σαν κόψη ξυραφιού, ο ήχος τους να έχει νόημα μόνο για μένα, παντελώς απρόσιτες για τον υπόλοιπο πληθυσμό…

Τότε, αχ τότε, απαλλαγμένος από καθετί περιττό, θα πραγματοποιήσω την πιο μεγάλη φαντασίωση. Σαν ν’ ανοίγω μια πόρτα, ήσυχα ήσυχα, θα γλιστρήσω μέσα στο κείμενό μου, έπειτα θα κλείσω πίσω μου τις λέξεις και θα χαθώ…»
(Ναι, είναι αλήθεια, Εκδόσεις Πατάκη 2006) 

Αυτή ήταν η Μελίνα Καρακώστα. Μεταφράστρια, συγγραφέας, μουσικός, αφηγήτρια. Μια γυναίκα με πάθος, πληθωρική, ένα γέλιο κι ένα πείσμα με τις λέξεις, να τις βασανίζει μέχρι να αναπνεύσουν, να τις χαϊδεύει μέχρι να της παραδοθούν. Η Μελίνα, η  μαμά του Ανδρέα, η κόρη της Ζωρζ Σαρή και του Μαρσέλ Καρακώστα.  Η φίλη μας η Μελίνα, η πριγκίπισσα των λέξεων. 

Όποιος ήξερε έστω και λίγο τη Μελίνα, θα τη θυμάται να περπατάει διαβάζοντας. Κατάφερνε να διασχίσει όλη την Αθήνα, να τρέχει στις δουλειές της πάντα μ’ ένα βιβλίο στο χέρι. Την παρακολουθούσα να έρχεται και γελούσα βλέποντάς τη να σταματάει για να επιστρέψει σε μια προηγούμενη σελίδα ή για να ξαναδιαβάσει ένα απόσπασμα. Όσο στους άλλους φαινόταν παράλογη η εικόνα αυτής της κινητής ανάγνωσης, τόσο στην ίδια φάνταζε εξωπραγματικό μια στιγμή χωρίς βιβλίο. Δίπλα στον καφέ, στο ποτό ένα ανοιχτό βιβλίο και η τσάντα της να ξεχειλίζει χαρτιά και σημειώσεις. Νομίζω η Μελίνα ήταν η μεγαλύτερη βιβλιοφάγος που έχω γνωρίσει και θυμάμαι την πείραζα ότι αυτό καταντάει εμμονή. Αλλά δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Ίσως γιατί, όπως έλεγε κι εκείνη για πλάκα, η μαμά της, η Ζωρζ Σαρή, από μικρή αντί για γάλα την τάιζε με λέξεις. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου καταβροχθίζω σελίδες, έλεγε. Η εμμονή της έφτανε στα όρια της βουλιμίας. Ξυπνούσε μέσα στη νύχτα γιατί θυμόταν μια φράση που έπρεπε να ξαναδιαβάσει, ενώ σηκωνόταν άγρια χαράματα για ένα μικρό αντίδωρο, πριν ξημερώσει κι αρχίσει να τρέχει σε αδιάφορες δουλειές. Λίγες σελίδες, ένα μικρό κίνητρο για να ξυπνήσει. 

Η Μελίνα δεν ήταν συνηθισμένος άνθρωπος. Όλα τα έκανε σε μεγάλες δόσεις. Μιλούσε με πάθος για τον γιο της, που τον καμάρωνε και τον θαύμαζε. Είχε μια ιδιαίτερη σχέση μαζί του, που βασιζόταν πάντα στην αλήθεια, στην ελευθερία και στο ένστικτό της, που ποτέ δεν την πρόδωσε. Με τον ίδιο τρόπο επικοινωνούσε με τα παιδιά των φίλων της. Τα μάγευε κι όλα είχαν μια εντελώς προσωπική σχέση μαζί της ανεξάρτητα από την ηλικία τους. Ήταν η φίλη τους. Τους μετέδιδε το πάθος της για τη μουσική και τα πράγματα που αγαπούσε και την άλλη μέρα όλα ήθελαν να μάθουν κινέζικα, αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά, για να της μοιάσουν. Της εμπιστεύονταν μυστικά και ανησυχίες που δεν μπορούσαν να εξομολογηθούν σε κανέναν άλλον κι αυτή δεν τα πρόδωσε ποτέ.  Με το ίδιο πάθος αφιερωνόταν σ΄ όλους τους αγαπημένους της. 

Δεν μπορώ να φανταστώ τη Μελίνα να περνάει τις μέρες της απλά κι ανώδυνα. Πάντα στα όρια, ακροβάτης, κυνηγός, πάντα με πάθος. Παραδινόταν άνευ όρων σε όσους αγαπούσε και σε όσα την αφορούσαν. Γι’ αυτά μπορούσε να δώσει τα πάντα, αλλά δεν είχε ούτε λεπτό για όσα δεν την άγγιζαν. Από την άλλη, ήταν ευτυχισμένη με τα πιο απλά πράγματα. Μια καλή μουσική, μια ωραία κουβέντα,  μια καινούρια ανακάλυψη στις αναζητήσεις της στη λογοτεχνία. 

Ο κόσμος είναι γεμάτος ιστορίες. Η κάθε ζωή γεμάτη επεισόδια και μοναδικά συμβάντα. Δεν είμαστε όμως όλοι ιστορητές, παραμυθάδες, δημιουργοί. Χρειάζεται το προσωπικό σου πρίσμα, το προσωπικό σου σουρωτήρι κι ύστερα το δικό σου καλειδοσκόπιο για να κρατήσεις το δικό σου απόσταγμα, να το κάνεις κουκούτσι της δουλειάς σου. Κι αυτό έκανε η Μελίνα. Όλες της οι ιστορίες ήταν καλλιεργημένες στο δικό της χωράφι. Άλλωστε ο κάθε δημιουργός δεν προσπαθεί σ’ όλη του τη ζωή να ξορκίσει τα εντελώς προσωπικά του φαντάσματα και στοιχειά; Άλλωστε ο κάθε δημιουργός δεν παλεύει σ’ όλη του την πορεία με τις δικές του εμμονές; 

Η Μελίνα ήταν μοιρασμένη σε δύο κόσμους. Στη μουσική και στη λογοτεχνία. Άκουγε με πάθος μουσική, έπαιζε πιάνο, μουρμούριζε νότες.  Πάνω απ’ όλα, λάτρευε το μπάσο της, τον Κίτσο όπως το έλεγε, σύντροφο ως την τελευταία ανάσα, χρόνια σκυμμένη πάνω του, προέκταση του κορμιού της. 

Το 2007, λίγο πριν φύγει, δουλεύαμε μαζί πάνω σ’ ένα μουσικό έργο του Θάνου Μικρούτσικου για παιδιά, παραγγελία του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών. Η Μελίνα συμμετείχε στη δημιουργική ομάδα, υπέγραφε τους στίχους πολλών τραγουδιών και θα έπαιζε ζωντανά κοντραμπάσο. Μιλούσαμε αμέτρητες ώρες, αναζητώντας «αυτό που θέλαμε πιο πολύ». Το μαγικό ελιξίριο που θα έφερνε πίσω τα όνειρα των ανθρώπων σε μια πολιτεία δυστυχισμένη χωρίς όνειρα. Άκουγα τη Μελίνα, την έβλεπα πώς ζούσε και σκεφτόμουνα ότι, αν ήθελα να πω κάτι στα παιδιά, ήταν αυτό που ήταν η Μελίνα. Ανοιχτή στη ζωή και στις προκλήσεις, έτοιμη για την επόμενη μάχη, γεμάτη όνειρα, πιστή σε φίλους και ιδέες. Χωρίς πιστώσεις. 

Στο τελευταίο της μυθιστόρημα, «Η μαύρη λίμνη», ήρωας είναι ένα αγόρι, ο 14χρονος Ανδρέας που όλοι στο χωριό τον φώναζαν Μιφασόλ γιατί συνέχεια σκάρωνε μελωδίες που τις έντυνε με στίχους. Ο Ανδρέας ήταν τόσο διαφορετικός απ’ όλους. Αγαπούσε τους δικούς του, το χωριό του, τη φύση και τα βιβλία που τον ταξίδευαν σε χίλιες άλλες ζωές. Μα πιο πολύ απ’ όλους αγαπούσε τον κολλητό του, τον Χρήστο. Από μικροί ήταν αχώριστοι κι ο ένας συμπλήρωνε τον άλλον. «Ονειρευόταν ο ένας, έχτιζε ο άλλος». Μια μέρα ο Ανδρέας θα έρθει αντιμέτωπος με μια σκληρή αλήθεια. Η ζωή του τότε θα ανατραπεί. Έχει ανάγκη να μάθει να ξεδιαλύνει το μεγάλο μυστήριο που κρύβει το παρελθόν του, για να μπορέσει να χτίσει το μέλλον του ξανά. Η Μελίνα θέλει να μιλήσει για το πέρασμα από την παιδική ηλικία στην εφηβεία, όπου όλα αμφισβητούνται. Συγχρόνως είναι η στιγμή που θα μπουν τα θεμέλια για μια καινούρια ζωή. Νομίζω ότι όλοι οι έφηβοι, ακόμα κι αν δεν έχουν να λύσουν τον μεγάλο γρίφο του ήρωα, αντιμετωπίζουν αντίστοιχα υπαρξιακά προβλήματα κι έχουν παρόμοιους προβληματισμούς. 

Ο Αντρέας αποφασίζει να ψάξει το παρελθόν του, κι όταν κλείσουν τα σχολεία, θα ξεκινήσει μόνος του για το μεγάλο ταξίδι. Προορισμός του το δάσος. Εκεί θα συναντήσει τον Μάρκο, δίπλα του θα μάθει πολλά, κι όταν κάποια στιγμή νιώσει έτοιμος, θα συνεχίσει το ταξίδι της αναζήτησης. Ένα ταξίδι που θα τον κάνει να καταλάβει ότι τη ζωή τη χτίζουμε μόνοι μας. 

Ένα υπέροχο παραμύθι γραμμένο μέσα από τη σύγχρονη ματιά της Μελίνας Καρακώστα. Ένα παραμύθι για τη δύσκολη εφηβεία και για το τέλος της παιδικής ηλικίας. Και μέσα στις σελίδες του, μια ευχή που αφήνει η Μελίνα στους αναγνώστες της με τα λόγια του δικού της ήρωα:

« Τώρα που είσαι εδώ, μάθε απλώς να ζεις. Ας πούμε… σαν ένα νούφαρο πάνω σε μια λίμνη… Έχουμε μάθει να χρειαζόμαστε πάντα κάτι ή κάποιον να μας κρατάει συντροφιά. Και συχνά, όταν κάνουμε κάτι, σκεφτόμαστε ήδη αυτό που θα κάνουμε μετά. Εδώ μπορείς να μάθεις να ζεις την κάθε στιγμή, να είσαι ολόκληρος μέσα στα πράγματα που κάνεις. Όταν κόβεις ξύλα, να κόβεις ξύλα, κι όταν μαγειρεύεις, να μαγειρεύεις… κι όταν δεν κάνεις τίποτα, απλώς να ανασαίνεις, να σκέφτεσαι, να ζεις…». 

Η Μελίνα Καρακώστα έφυγε πολύ νωρίς αφήνοντας πίσω της πολλές αγαπημένες σελίδες στη δική μου προσωπική ιστορία αλλά και στους άλλους φίλους της που την αγάπησαν πολύ.

Θυμάμαι τη συγκίνηση του Θάνου όταν την ακούσαμε να μας διαβάζει τους στίχους για το τελευταίο τους τραγούδι: 

Σαν ανάμνηση από χάδι
με μια γεύση πανικού
πώς φοβάται το σκοτάδι
το φιλί του χωρισμού 

Είναι κει που εσύ δεν είσαι
η πλανεύτρα μοναξιά
στους λαβύρινθους της σκέψης
και στο χρόνο που κυλά 

Όταν όμως σ’ έχω πλάι
και το χέρι σου κρατώ
οι σκιές δε με φοβίζουν
κι όλα τα μπορώ εγώ 

Στην αγάπη κάνω τάμα
μιαν ευχή, μια προσευχή
να πηγαίνουμε αντάμα
στης ζωής τη διαδρομή 

Από τότε πολλοί αγαπημένοι έφυγαν, αλλά πάντα η αγάπη που μας ένωνε θα είναι φυλαχτό και μ’ έναν τρόπο πάντα θα πηγαίνουμε αντάμα στης ζωής τη διαδρομή. 

 

 
Η Μαρία Παπαγιάννη γεννήθηκε στη Λάρισα. Σπούδασε ελληνική φιλολογία και στη συνέχεια δούλεψε ως δηµοσιογράφος στο ραδιόφωνο, την τηλεόραση, σε εφηµερίδες και περιοδικά. Το 1996 παντρεύτηκε τον µουσικοσυνθέτη Θάνο Μικρούτσικο και απέκτησαν δύο παιδιά. Από το 2001, που κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Πατάκη το πρώτο της βιβλίο, Καληνύχτα, µαµά, γράφει βιβλία για µικρά και µεγάλα παιδιά, εφηβικά µυθιστορήµατα, λιµπρέτα και στίχους για µουσικοθεατρικές παραστάσεις. Τα βιβλία της έχουν τιµηθεί µε σηµαντικά βραβεία: Κρατικό Βραβείο (Το Δέντρο το Μονάχο), Βραβείο Ελληνικού Τµήµατος της IBBY (Ως διά µαγείας, Παπούτσια µε φτερά, Στο Πικεφί,), Βραβείο του λογοτεχνικού περιοδικού Διαβάζω (Ως διά µαγείας, Το Δέντρο το Μονάχο, Πιάστε τους), αναγραφή στον κατάλογο White Ravens (Είχε απ’ όλα και είχε πολλά). Το παραµύθι της Μια άλλη µέρα θα νικήσεις εσύ, σε εικονογράφηση της Εύα Θάρλετ, κυκλοφόρησε επίσης στη Γαλλία, στη Γερµανία, στην Αγγλία, στη Φινλανδία και στην Κορέα. Μυθιστορήματά της έχουν κυκλοφορήσει στη Ρωσία, στη Ρουµανία, στην Ουγγαρία, στη Σερβία και στη Βόρεια Μακεδονία. Ήταν δυο φορές υποψήφια για το Διεθνές Βραβείο H.C. Andersen, το 2020 και το 2022 και Πρέσβειρα για το Παιδικό Βιβλίο για τη διετία 2021-2022. https://mariapapayanni.gr/

 

Προηγούμενο
Επόμενο


Page generated: 31/10/2024 14:15:00