Η γέννηση μιας αλλόκοτης λέσχης
Γράφει ο Γιώργος Κ. Παναγιωτάκης
Το 2016 με επισκέφτηκαν για πρώτη φορά κάποια αλλόκοτα πλάσματα, έχοντας μια πολύ συγκεκριμένη απαίτηση: Να διηγηθώ την ιστορία τους. Αρχικά, δοκίμασα να τους κόψω τον αέρα. Ο κόσμος τους έμοιαζε χαώδης και παράλογος και φοβόμουν πως θα μου έτρωγε χρόνια αυτή η διαδικασία. Η μια ιστορία θα γεννούσε την άλλη, ο ένας ήρωας τον άλλον... Και αν αποτύχαινα; Αν δεν κατάφερνα να ολοκληρώσω το εγχείρημα;
Εκείνα, όμως, δεν έκαναν με τίποτα πίσω, με έβαζαν να κρατάω σημειώσεις, να κάνω σκιτσάκια, να ψάχνω για ονόματα… Στο τέλος αποφάσισα να επιστρατεύσω τα μεγάλα μέσα: Κατέφυγα στην Έλενα Πατάκη, με την οποία είχαμε συνεργαστεί για πρώτη φορά την προηγούμενη χρονιά στο μυθιστόρημά μου «Αλάστρα. Το βιβλίο των δύο κόσμων», ελπίζοντας ενδόμυχα ότι θα με παρακινούσε να στραφώ σε κάτι πιο βατό και σίγουρο. Όμως απ’ τις πρώτες κιόλας μπερδεμένες μου φράσεις («Είναι… να… μια ιδέα λίγο ασαφής ακόμη, για ένα σχολείο και μερικά παιδιά που έχουν κάτι σαν αλλόκοτες υπερδυνάμεις που όμως τους κάνουν τη ζωή δύσκολη και οι άλλοι τις θεωρούν κουσούρι και…») κατάλαβα πως δεν υπήρχε οδός διαφυγής. Βγαίνοντας, μετά τη συζήτησή μας, από το γραφείο της, είχα ήδη χτίσει στο μυαλό μου κάποιους βασικούς άξονες και είχα αποφασίσει να στρωθώ αμέσως στη δουλειά.
Επιστρέφοντας σπίτι, συνέβη το εξής: Μπήκα στο τρένο στον σταθμό της Ομόνοιας και, λίγο πριν κλείσουν οι πόρτες, είδα απ’ το τζάμι μια γυναίκα να βαδίζει αργά στην πλατφόρμα διαβάζοντας ένα βιβλίο, με τα πόδια της να αιωρούνται κάπου δέκα εκατοστά ψηλότερα απ’ το τσιμέντο. Αρχικά, ήμουν τόσο απορροφημένος στις σκέψεις μου, που δεν το βρήκα παράξενο. Όταν συνήλθα, το τρένο είχε πια ξεκινήσει και η οφθαλμαπάτη (γιατί λογικά τέτοια ήταν) είχε μείνει πίσω. Όπως και να έχει, το πήρα για σημάδι. Και αργότερα, το τυχαίο αυτό συναπάντημα γέννησε μια απ’ τις ηρωίδες της σειράς.
Κάπως έτσι ξεκίνησε η πορεία μέσα από την οποία γεννήθηκαν τα τέσσερα βιβλία της «Λέσχης Αλλόκοτων Πλασμάτων» («Το Μυστικό Καταφύγιο», «Όταν ήρθαν για εμένα», «Η δοκιμασία», «Το νέο αίμα») και οι αμέτρητοι ήρωές τους. Τα αλλόκοτα πλάσματα ήρθαν σταδιακά κοντά σε χιλιάδες παιδιά. Επισκέφτηκαν εκατοντάδες σχολεία, μα και βιβλιοθήκες, λέσχες ανάγνωσης, οργανώσεις, καλλιτεχνικά εργαστήρια, δομές, και βέβαια σπίτια. Σύντομα οι ιστορίες έπαψαν να είναι αποκλειστικά δικές μου και απέκτησαν μια πλευρά που ομολογώ ότι δεν την είχα προβλέψει. Έγιναν ένας καμβάς ώστε άλλοι άνθρωποι να πειραματιστούν, να δημιουργήσουν και να παίξουν. Τα παιδιά –και κάποιες φορές όχι μόνο αυτά– έφτιαξαν εκατοντάδες δικούς τους αλλόκοτους χαρακτήρες και τους έδωσαν όψη και ψυχή. Έγραψαν επίσης τις δικές τους εκδοχές, τις δικές τους ιστορίες. Μεταμφιέστηκαν σε ήρωες και ηρωίδες των βιβλίων, δημιούργησαν σκετς και θεατρικές παραστάσεις, σχεδίασαν κόμικς, ζωγράφισαν πίνακες, φιλοτέχνησαν γλυπτά και εγκαταστάσεις, συνέθεσαν τραγούδια. Μέχρι και πλεκτά κουκλάκια έγιναν οι χαρακτήρες.
Σήμερα, εφτά χρόνια από τότε που εκδόθηκε το «Μυστικό Καταφύγιο», κοιτώντας προς τα πίσω και φέρνοντας στο μυαλό μου όλα τα άτομα που εργάστηκαν και βοήθησαν με τον τρόπο τους σε αυτή τη διαδρομή (την Έλενα, τη Μυρτώ Δεληβοριά που έντυσε με την τέχνη της τη σειρά, την Ελένη Κατσαμά, τον Δικαίο Χατζηπλή με τον οποίο σχεδιάσαμε δράσεις και εμψυχώσαμε μέχρι και εργαστήρια κατασκευής αλλόκοτων ταινιών, αλλά και τους υπόλοιπους πολύτιμους συνεργάτες που ήταν απ’ την αρχή εκεί ή ήρθαν αργότερα και τις/τους εκπαιδευτικούς που έβαλαν το σημαντικότατο λιθαράκι τους), συνειδητοποιώ δύο πράγματα: Πρώτον ότι και εδώ, στην πραγματική ζωή, υπάρχουν άνθρωποι με αλλόκοτες υπερδυνάμεις – για παράδειγμα τη υπερδύναμη να πασχίζουν πεισματικά να αλλάξουν τον κόσμο, κάνοντας τον πιο δίκαιο, συμπεριληπτικό και ανοιχτόμυαλο. Και δεύτερον ότι το μέρος απ’ όπου λίγο πολύ ξεκίνησαν όλα (οι Εκδόσεις Πατάκη δηλαδή, που φέτος κλείνουν πενήντα χρόνια ζωής) είναι με τον τρόπο του ένα από τα καταφύγια αυτού του κόσμου. Όχι μυστικό βέβαια, αλλά στα σίγουρα ένα καταφύγιο ιστοριών, ιδεών και πλασμάτων – αλλόκοτων και μη. Εύχομαι να τα χιλιάσουν.