Μήπως είμαστε όλοι αγριόπαπιες;
Γράφει η Λίλη Λαμπρέλλη
Η «Απελευθέρωση» είναι ένα βιβλίο που το θέμα του με συναρπάζει: είναι η εφηβεία, δηλαδή η περίοδος της σταδιακής μετάβασης ενός μεγάλου παιδιού σε ένα ανώτερο επίπεδο επίγνωσης και ανάληψης ευθυνών, αυτό που λέμε «ενηλικίωση».
Με συναρπάζει, πρώτα πρώτα, γιατί η μετάβαση στην ενηλικίωση είναι το θέμα των μαγικών ή μυθικών παραμυθιών που γεννήθηκαν μέσα στην απόλυτη προφορικότητα, χιλιετίες προ γραφής, και τα βρίσκουμε σε άπειρες παραλλαγές σε όλον τον πλανήτη. Αυτά αποτελούν τη βασική κατηγορία λαϊκών παραμυθιών και τα υπηρετώ εδώ και καιρό.
Στα μαγικά παραμύθια, ο ήρωας ή η ηρωίδα, για να ενηλικιωθεί και (συμβολικά) να γίνει βασιλιάς ή βασίλισσα, που πάει να πει, αφέντης του εαυτού του, πρέπει να περάσει από σκληρές δοκιμασίες και συνεχείς απώλειες, σαν να μας λένε αυτές οι μικρές αλληγορικές ιστορίες ότι δεν υπάρχει δωρεάν ενηλικίωση. Πρέπει να αντέξεις τις δυσκολίες της ζωής για να αυτονομηθείς ψυχικά και να κάνεις βήματα αυτογνωσίας, κατακτώντας μια προσωπική ελευθερία. Αυτό ακριβώς είναι και το θέμα της τριλογίας του Γιώργου Χατζόπουλου, όπου στο τρίτο βιβλίο, «Η απελευθέρωση», ολοκληρώνονται οι δοκιμασίες που αποτελούν τη μυητική, κατά κάποιον τρόπο, διαδικασία ενηλικίωσης του βασικού ήρωα. Μετά από περιπέτειες, συγκινήσεις, χαρές, απώλειες, απογοητεύσεις, ο Αλέξανδρος αποκτά την ωριμότητα να περάσει στην απέναντι όχθη.
Όσο για τις αγριόπαπιες, όπως και οι έφηβοι, είναι λίγο βαριά και κάπως δυσκίνητα πουλιά. Διαβάζω στο βιβλίο:
«Το αργό και βαρύ φτερούγισμά τους τις κάνει εύκολο στόχο».
«Όσες βούτηξαν στο νερό γλίτωσαν τους πρώτους πυροβολισμούς, αλλά με το που τελείωσε το οξυγόνο τους και βγήκαν ξαφνικά στην επιφάνεια, τις βρήκαν κι αυτές τα σκάγια. Οι κρότοι των όπλων δεν έλεγαν να σταματήσουν και οι αγριόπαπιες έπεφταν νεκρές στο νερό, η μία πίσω από την άλλη. Μερικές τραυματισμένες έσκουζαν σαν βραχνιασμένα μωρά, ζητώντας βοήθεια».
Είναι πλάσματα ευάλωτα κι αθώα οι αγριόπαπιες, αθώα θύματα των κυνηγών. Έτσι μας λέει σαν αυτόπτης μάρτυρας μιας σκηνής ενέδρας κυνηγών μέσα σ’ ένα όνειρο, ο Αλέξανδρος, στην αρχή του βιβλίου.
Κι αμέσως μετά, από άφωνος μάρτυρας από μακριά στην ενέδρα και τον χαμό των πουλιών, ο έφηβος ήρωας αποκτά φωνή, γίνεται ενεργός πολίτης, τρέχει στον τόπο της σφαγής, οργίζεται και ουρλιάζει στους ενήλικους ενόπλους πως είναι φονιάδες, με αποτέλεσμα να υποστεί την απειλητική τους ματιά και τη χλεύη τους, και να δραπετεύσει, αφήνοντας πίσω του τα σκοτωμένα πουλιά μέσα στο κόκκινο από το αίμα τους νερό της λιμνοθάλασσας και τους άνανδρους δολοφόνους τους. Σκαρφαλώνει στους αμμόλοφους και βγαίνει στην άλλη μεριά του νερού, στην ανοιχτωσιά του πελάγου. Θέλει να ξεπλυθεί από το φονικό που έγινε μπροστά στα μάτια του. Γυμνώνεται και μπαίνει στο παγωμένο νερό. Ανοίγεται κι ύστερα αφήνεται να βυθιστεί στη γαλήνη του βυθού.
Διαβάζω στο βιβλίο:
«…όταν η ανάσα του τελείωνε, ένα αίσθημα τρόμου τον κατέλαβε.
Αναδύθηκε στην επιφάνεια και πήρε την πιο βαθιά εισπνοή που είχε πάρει ποτέ. Κοίταξε προς την ακτή. Ένα κορίτσι στεκόταν στην ακροθαλασσιά και τον χαιρετούσε. Η απόσταση ήταν μεγάλη και δεν μπορούσε να διακρίνει το πρόσωπό της. Το κορίτσι τού έγνεψε με το χέρι της να βγει προς τα έξω. Έκανε να κολυμπήσει προς το μέρος της, αλλά το μετάνιωσε.
Πώς θα εμφανιζόταν γυμνός μπροστά της;»
Ο συγγραφέας, στο πρώτο κεφάλαιο, με αυτό το όνειρο που σχολίασα επιγραμματικά, τουλάχιστον για μένα, δίνει έναν βασικό ορισμό της εφηβείας, που είναι η μεταβατική φάση από το παιδί στον ενήλικα, στη ζωή των περισσότερων ανθρώπων, που ολοκληρώνεται με την ενηλικίωσή τους, δηλαδή την αυτονομία τους, όχι πάντα στη σωστή ηλικία και ποτέ «χωρίς δοκιμασίες». Ας θυμόμαστε ότι δεν ενηλικιώνονται επί της ουσίας όλοι οι άνθρωποι, γιατί κάποιοι δε θέλουν να χάσουν τα προνόμια της παντοδυναμίας του μικρού παιδιού και δεν αντέχουν να υποστούν δοκιμασίες.
Θεωρώ εξαιρετικό το εισαγωγικό κεφάλαιο, «Ένα κορίτσι στην ακροθαλασσιά», για τον τρόπο που μας εισάγει στο βασικό θέμα. Ο ήρωας είναι ευαίσθητος και αθώος σαν μια ευάλωτη αγριόπαπια, όμως συγχρόνως είναι δυνατός, γιατί νοιάζεται για τους άλλους, κατέχει ελεύθερη βούληση και λόγο, και μπορεί ν’ αντέξει τις δυσκολίες του μεγαλώματος, χάρη στη δύναμη της ψυχής του και τη δύναμη της αγάπης «ενός κοριτσιού που του γνέφει από μακριά». Με δυο λόγια, είναι ο ιδανικός έφηβος – τουλάχιστον για μένα.
Αυτή η ιστορία μάς λέει πως ο έφηβος μοιάζει με ένα άγριο πουλί. Όχι άγριο με την έννοια της επιθετικότητας, αν και συχνά τη συναντάμε στους εφήβους, αλλά άγριο με την έννοια ότι δεν επιλέγει τον δρόμο της υποτέλειας στους άλλους ούτε τον εκφοβισμό των άλλων σαν τρόπο ζωής, αλλά τη λαχτάρα για την κατάκτηση ελευθερίας (ατομικής και συλλογικής). Μια λαχτάρα που αναδύεται με πολύ μεγαλύτερη ορμή στην εφηβεία από ό,τι σε οποιαδήποτε άλλη περίοδο της ανθρώπινης ζωής.
Ο νεαρός ήρωας, ο Αλέξανδρος, μέσα από αυτό το προφητικό όνειρο, δηλαδή μέσα του, ψυχανεμίζεται το πλησίασμα της ενηλικίωσής του.
Θα κάνω μια απόπειρα προσέγγισης του ονείρου.
Παρότι μοιάζει σαν εφιάλτης, αυτό το λυτρωτικό όνειρο λέει ότι είναι ζωτικό για τον καθένα και κυρίως για τον έφηβο να διατηρήσει ζωντανό μέσα του ένα μικρό κομμάτι αγριόπαπιας, δηλαδή να θεωρεί ότι το πιο σημαντικό στην ύπαρξη είναι το ελεύθερο πέταγμα ψηλά, εκείνο το κομμάτι που λαχταρά και επιδιώκει την αληθινή ελευθερία, και όταν την αποκτά, την εκχωρεί μόνο στον έρωτα, σ’ αυτή τη μακρινή φιγούρα που μας μαγνητίζει κι έχει τη δύναμη να μας ξεκολλήσει απ’ το σκοτάδι του βυθού και να μας τραβήξει έξω από το παγωμένο νερό, γυμνούς, δηλαδή άοπλους, ευάλωτους κι αθώους σαν αγριόπαπιες, όμως με ικανότητα αντίστασης στους κυνηγούς και έλξης αγάπης.
Μας λέει πάνω απ’ όλα ότι πρέπει να κρατάμε ζωντανό και ακέραιο τον άνθρωπο μέσα μας, εκείνο το μεγάλο κομμάτι της ύπαρξής μας που μπορεί να αντιστέκεται και να καταγγέλλει τους φονιάδες (φονιάδες ανθρώπων, φονιάδες πουλιών, φονιάδες στιγμών), να προστατεύεται και να προστατεύει, το κομμάτι που μπορεί να νιώσει ενσυναίσθηση και αλληλεγγύη – αυτά που μας κάνουν συνανθρώπους. Δηλαδή να μη νοιαζόμαστε μόνο για τη δική μας ελευθερία, επιβίωση, πρόοδο, ευημερία, «ευτυχία», αλλά και για τους άλλους, γιατί επιβιώνουμε μόνο ζώντας ανάμεσα σε ελεύθερους ανθρώπους, που δεν τους δυναστεύουμε και δε μας δυναστεύουν, με αυτονομία και σεβασμό στον εαυτό μας και στους γύρω μας.
Το βιβλίο είναι πλασμένο από ρεαλισμό, όνειρα, και ακραίες καταστάσεις μαγικών παραμυθιών, δηλαδή ακραίες καταστάσεις εφηβείας. Στην ιστορία της «Απελευθέρωσης» έχουμε πολλές εκδοχές εφηβείας. Άλλη η εφηβεία του Γιώργου που μοιάζει με πεισμωμένο παιδί, όντας οργισμένος σχεδόν χωρίς αιτία με τον πατέρα του, άλλη η εφηβεία του Τζέιμς του φρικιού, που παράτησε το σχολείο (ακόμα και το ποδόσφαιρο που ήταν μια νησίδα ελευθερίας γι’ αυτόν) για να δουλέψει και να βοηθήσει την οικογένειά του, μπαίνοντας με το ζόρι στην ενήλικη ζωή, πρόωρα και βίαια, άλλη η εφηβεία του ανώριμου, θρασύδειλου Μίλτου, άλλη της Έλλης κι άλλη του Αλέξανδρου.
Η πιο δύσκολη και οδυνηρή περίπτωση είναι του καθηγητή Ρεβελούση, του ιδιόρρυθμου αιώνια επαναστατημένου εφήβου, μοναχικού ποιητή και ιδεαλιστή άνευ όρων και άνευ ορίων. Το άνευ ορίων είναι το πρόβλημα, γιατί μπορεί να βλάψει τους άλλους και τον εαυτό του τον ίδιο.
Ο μόνος που είναι έτοιμος για τη μετάβαση στην ενηλικίωση είναι ο Αλέξανδρος, που παρότι κάνει κοπάνες στο σχολείο και λέει μικρά ψέματα στους γονείς του γιατί ασφυκτιά από τον αυταρχισμό της μητέρας του, έχει όλα τα χαρακτηριστικά του ήρωα ενός μαγικού παραμυθιού: εμπιστοσύνη στη ζωή, τόλμη, αντοχή, αλληλεγγύη και κάτι ακόμα. Την ικανότητα να μην υποχωρεί και να μην παραδίδεται σε κανέναν – εκτός από τον έρωτα.
Το βιβλίο είναι γεμάτο ελαφράδα κι ελευθερία, παρά τις δραματικές εξελίξεις. Ο συγγραφέας μάς βάζει στη σχολική τάξη του ήρωα και ζούμε μαζί με τους έφηβους συμμαθητές του στιγμές καταπίεσης, βαρεμάρας, αλλά και λυτρωτικού, πηγαίου χιούμορ. Λόγω της πολιτικής δυστοπίας –κι αυτή μεταβατική σαν την εφηβεία–, βαρύ κλίμα υπάρχει και στα σπίτια των παιδιών και γίνονται μικρές ή μεγάλες συγκρούσεις με τους γονείς τους. Τελικά, βλέπουμε ότι οι έφηβοι σ’ αυτό το βιβλίο έχουν αφέλεια ή ευφυία – ή και τα δυο–, αγριάδα ή τρυφερότητα – ή και τα δυο–, δειλία ή γενναιότητα – ή και τα δυο–, μελαγχολία, χαρά, συνεχείς αντιφάσεις και δυσκολία επιλογών, γιατί η εφηβεία είναι πλασμένη από αμφισημία, όλα είναι ανοιχτά κι όλα είναι κλειστά μέχρι να νικηθούν οι δράκοι-φόβοι ανθρωποκυνηγοί και να νικήσει ο απελευθερωτικός έρωτας για τον μοναδικό «άλλο», για τη ζωή την ίδια.
Στο προτελευταίο κεφάλαιο, «Ο έρωτας και οι κόκκινες σημαίες», υπάρχει μια λιτή περιγραφή της αξέχαστης κινηματογραφικής σκηνής στην ταινία «Οι κυνηγοί» του Αγγελόπουλου, που ταιριάζει τόσο πολύ στο κλίμα της εφηβείας αλλά και του βιβλίου. Επιτρέψτε μου να προσθέσω έναν δικό μου συνειρμό. Διαβάζοντας την τριλογία, μου ήρθε στον νου μια άλλη σπάνια ταινία, «Τα 400 χτυπήματα» του Truffaut, γιατί υπάρχουν συγκινητικοί παραλληλισμοί, ιδίως με την «Απελευθέρωση». Πάντως, στα γαλλικά, «faire les quatre cents coups» (κάνω τα 400 χτυπήματα) σημαίνει, μεταξύ άλλων, κάνω εξέγερση.
Σχεδόν στο τέλος του βιβλίου, βλέπουμε το αρχικό όνειρο του Αλέξανδρου να ζωντανεύει και είναι τόσο απελευθερωτικό! Το κορίτσι τον περιμένει στην ακροθαλασσιά και του γνέφει να βγει, το αγόρι τολμά και βγαίνει γυμνό απ’ το νερό, χωρίς καμιά κοινωνική πανοπλία, χωρίς καμιά ανασφάλεια, ο γνήσιος γυμνός, ευάλωτος και ευαίσθητος εαυτός του αναδύεται και εκτίθεται στο τρυφερό φως του ήλιου που δύει. Δεν θα αποκαλύψω τίποτα άλλο. Θα πω μόνο πως στο τελευταίο κεφάλαιο, ανάλαφρα, πετώντας σχεδόν, όλα μπαίνουν στη θέση τους.
Συνιστώ την «Απελευθέρωση» σε εφήβους και όχι μόνο, και παρότι αναφέρεται στην περίοδο της Mεταπολίτευσης, κάπου στις αρχές της δεκαετίας του ’80, είναι ένα βιβλίο για την εφηβεία παντός καιρού.
Το κείμενο γράφτηκε με αφορμή την παρουσίαση του βιβλίου «Αγριόπαπιες - Όνειρο τρίτο, Η απελευθέρωση» του Γιώργου Χατζόπουλου στις 27 Απριλίου 2024 στο Bιβλιοπωλείο Πατάκη.
www.lilylambrelli.gr