Κατηγορίες

Όταν μια μαϊμού μάς κρατάει τον καθρέφτη

Όταν μια μαϊμού μάς κρατάει τον καθρέφτη

Γράφει η Άρτεμις Μάνου 

Η τέχνη έχει αυτή τη μοναδική δύναμη να αποτυπώνει μια κοινή ανθρώπινη εμπειρία, να την καθρεφτίζει με τόση διαύγεια και καθαρότητα, ώστε ο κάθε άνθρωπος να μπορεί να αναγνωρίσει κάτι δικό του πυρηνικό, τόσο που να σκεφτεί «μα αυτό το έργο μιλάει για μένα, είμαι εγώ». Για να συμβεί αυτό χρειάζεται, κατά τη γνώμη μου, καλή αντίληψη των ανθρώπινων, μια πολύ απλή ιδέα και ένας εξίσου απλός, σχεδόν αυτονόητος, τρόπος για να ειπωθεί – τόσο αυτονόητος, που δεν μπορούμε καν να τον σκεφτούμε. Ευτυχώς υπάρχουν οι καλλιτέχνες να το κάνουν για εμάς. Ας δούμε μια τέτοια περίπτωση που μπορεί να μας καθρεφτίσει (μέχρι δακρύων) χωρίς καμία προσπάθεια ή επιτήδευση, παρά μόνο με τη βαθιά της αλήθεια.

Θαμπωμένη από την ομορφιά και τη λάμψη του κόσμου γύρω της, τη στιγμή που καθρεφτίζεται στη λιμνούλα, η μικρή μαϊμού της Ντανιέλας Σταματιάδη βρίσκει –αναπόφευκτα– τον εαυτό της αδιάφορο και βαρετό: μια απλή μαϊμού. Αντίθετα, όλα τα υπόλοιπα ζώα που συναντά στον δρόμο της έχουν –στα μάτια της– κάτι το ιδιαίτερο, το ξεχωριστό: χαίτη, κέρατα, χρώματα. Επιστρατεύοντας την ευρηματικότητα και τη μιμητική ικανότητα κάθε σωστής μαϊμούς (καθόλου τυχαία η επιλογή του ζώου από τη συγγραφέα), αντιγράφει συνεχώς το πιο ωραίο χαρακτηριστικό από κάθε ζώο που συναντά στον δρόμο της. Τι χαίτη, τι κέρατα, τι χρώματα! Τώρα ναι! Νιώθει ικανοποιημένη. Μα είναι… Μία άλλη μαϊμού: το τρίτο σε σειρά βιβλίο της Ντανιέλας Σταματιάδη σε κείμενο και εικονογράφηση δική της.

Με λόγια μετρημένα και με εικόνες υπαινικτικές που πλαισιώνουν, συμπληρώνουν και λένε όσα δε λέει το κείμενο, η συγγραφέας περιγράφει μια πολύ οικεία και αναγνωρίσιμη διαδρομή που περιλαμβάνει, θα λέγαμε, τρία βασικά στάδια: σύγκριση του εαυτού μας με τους άλλους, μίμηση των άλλων, αλλαγή του εαυτού. Η μίμηση είναι, φυσικά, ένας τρόπος πειραματισμού που συμβάλλει στην ανάπτυξη και την εξέλιξή μας, αρκεί να μη φτάσουμε στα άκρα, «αρκεί να μη γίνει τρόπος ζωής επειδή δε μάθαμε να αγαπάμε τον εαυτό μας όπως είναι» (λέει η συγγραφέας). Γιατί όταν δεν αγκαλιάζουμε τον εαυτό μας, όταν δε χωράμε στα ρούχα μας, όταν βρίσκουμε συνεχώς μία ανεπάρκεια που πρέπει να διορθωθεί, κάτι που πρέπει να αλλάξει, μπορεί να οδηγηθούμε σε κάτι πέρα από την αλλαγή: στην αλλοίωση των χαρακτηριστικών μας. Τόσο που να μην ξέρουμε τελικά ούτε εμείς οι ίδιοι ποιοι είμαστε. Όπως η μικρή μαϊμού, η εμμονική αυτή αντιγραφέας, που αφού ξεπατίκωσε το λιοντάρι, τον ρινόκερο, το φίδι, την αντιλόπη, τον ελέφαντα και τα παπαγαλάκια, έγινε η μαϊλιορινοφιδαντιλελεπάγαλη. Δηλαδή; Ένα χωνευτήρι χαρακτηριστικών που θέλει να τα έχει, να τα πληροί και να τα ικανοποιεί όλα, που καλύπτει κάθε ατέλεια, κάθε κενό τόσο ολοκληρωτικά, που χάνει τελικά την ταυτότητά του και γίνεται ένα συγκεχυμένο μείγμα «απ’ όλα» – που, μοιραία, δεν είναι τίποτα…

Πίσω από τη φαινομενικά απλή αυτή ιστορία κρύβονται θέματα με τα οποία αναμετριόμαστε καθημερινά μικροί και μεγάλοι: το θηρίο της τέλειας εικόνας, η ακόρεστη ανάγκη για αποδοχή από τους άλλους και η εσωτερική πάλη της αυτοαποδοχής που δεν τελειώνει καμιά φορά ποτέ. Μεγάλα θέματα που θίγονται με έναν φυσικό και ανεπαίσθητο τρόπο, κατάλληλο για τις μικρές ευάλωτες ηλικίες που μπαίνουν σιγά σιγά σε αυτό το σκληρό παιχνίδι, καθώς ο ψηφιακός κόσμος των σόσιαλ, ο μόνιμος παραμορφωτικός καθρέφτης γεμάτος με πρότυπα και ιδανικά μάς υπενθυμίζει ότι πάντα κάτι λείπει. Πανταχού παρών ο καθρέφτης και στο βιβλίο: η μικρή λιμνούλα στην οποία κοιτάζεται η μαϊμού, μπλε λιμνούλα σε κάθε σελίδα, μόνιμη υπενθύμιση των ανεπαρκειών. Των πιθανοτήτων, επίσης (όπως τα πολύχρωμα παπαγαλάκια που αντανακλώνται για να τα ζηλέψει η μαϊμού), που αν τις υιοθετήσει κανείς, μπορεί να φτάσει στην πολυπόθητη αποδοχή. Μα ακόμα κι αν τα υιοθετήσει όλα, θα ικανοποιηθεί ποτέ η ίδια; Χαρακτηριστική η εύγλωττη εικόνα όπου έπειτα από όλες τις αλλαγές η μαϊμού χαρούμενη βλέπει στη λιμνούλα θλιμμένο το είδωλό της…

Πώς κατακτάται η αυτοαποδοχή; Και άραγε γίνεται να κατακτηθεί χωρίς την αποδοχή από τους άλλους; Ακούμε και διαβάζουμε πολλά και οι επιστημονικές προσεγγίσεις δίνουν μία κατεύθυνση. Πάντως φαίνεται πως το γονεϊκό βλέμμα, αυτό το πρώτο βλέμμα που θα μας κοιτάξει, είναι θεμελιώδους σημασίας. Το βλέμμα στο οποίο αν καθρεφτιστεί κανείς ως αρκετός, σημαντικός, αποδεκτός κάνει την πορεία για αυτοαποδοχή πολύ πιο εύκολη και σύντομη, ίσως και απλή. Αν παρ’ όλα αυτά χρειαστεί να διαβούμε δύσκολο δρόμο, το βλέμμα των άλλων μπορεί να έχει κάποια σημασία. Σε αυτούς τους άλλους αφήνει και η συγγραφέας το υπαινικτικό μα και τόσο ευθύβολο τέλος της, στα υπόλοιπα ζώα, που ρωτάνε την μαϊλιορινοφιδαντιλελεπάγαλη: «Μήπως είδες πουθενά τη μαϊμού; Δεν ήρθε και την ψάχνουμε»… Μια καθησυχαστική, θεραπευτική αγκαλιά από τη συγγραφέα που, χωρίς μελοδράματα, μπορεί λίγο να μετακινήσει ακόμα και τον πλέον άπιστο στον εαυτό του: μπορείς να αγαπηθείς όπως είσαι.

Προς το τέλος τα χρώματα μειώνονται, οι σελίδες ησυχάζουν, η λιμνούλα από μπλε γίνεται λευκή και μένει –όπως το σκέφτομαι– στη θέση της το σχήμα ενός καθρέφτη για να καθρεφτιστεί ο αναγνώστης. Κατά προτίμηση, όχι βαρετός, ανεπαρκής, φοβισμένος. Αλλά κανονικός, αυθεντικός, αληθινός. Γιατί, όπως λέει και ο πολυαγαπημένος Σάλιντζερ, «αμέσως μετά την καλοσύνη, η αυθεντικότητα είναι ένα από τα πιο συναρπαστικά πράγματα στον κόσμο – και από τα πιο σπάνια επίσης». Η ίδια η Ντανιέλα Σταματιάδη, επιβεβαιώνοντας την αίσθηση ότι αυτό το βιβλίο δεν είναι μια ακόμη ιστορία, αλλά ένα δύσκολο μοίρασμα, λέει: «Από πολύ μικρή μού δημιουργούσε έντονη αγωνία η ανάγκη μου για αποδοχή. Ήμουν πάντα σίγουρη ότι δεν ήμουν αρκετά ικανή, αρκετά έξυπνη ή όμορφη για να αγαπηθώ – πόσο μάλλον για να αγαπήσω τον εαυτό μου. Θεωρούσα πως αν κάποιος με γνώριζε πραγματικά, δε θα με ήθελε κοντά του». Και αλλού: «Στη δική μου προσωπική πορεία, διαπίστωσα σταδιακά ότι όταν άφηνα τον εαυτό μου να εκφραστεί ελεύθερα, χωρίς λογοκρισία, χωρίς να τον περιμένω στη γωνία να του τα ψάλω για τα λάθη και την υποτιθέμενη ανεπάρκειά του, τότε μόνο περνούσα πραγματικά καλά και τότε εισέπραττα την πολυπόθητη αποδοχή. Τα πράγματα ίσως είναι πιο απλά, ίσως δεν είναι, όμως ένα είναι σίγουρο: Δε μας λείπει κάτι για να αγαπηθούμε. Ας είναι, λοιπόν, οι άλλοι ό,τι θέλουν, κι ας είμαστε εμείς ο εαυτός μας. Υπάρχει κάτι καλύτερο;»

Είπαμε πολλά για αυτό το λιγόλογο, πυκνό και βαθιά αληθινό βιβλίο της Ντανιέλας Σταματιάδη, που μίλησε για τη μαϊμού που όλοι κουβαλάμε μέσα μας. Να κάτι ακόμα που κάνει ένας καλλιτέχνης: λέει με πέντε λόγια αυτό που οι υπόλοιποι χρειάζεται να πουν με εκατό. Και προκαλεί πολλές συζητήσεις. Απαραίτητες και ουσιαστικές. Με το μικρό παιδί που πρέπει να το διαβάσει όσο γίνεται νωρίτερα μέχρι με εκείνον τον ενήλικα που ακόμη προσπαθεί να αγαπήσει τον εαυτό του.

Η Άρτεμις Μάνου είναι φιλόλογος και θεατροπαιδαγωγός. 

Προηγούμενο
Επόμενο


Page generated: 30/10/2024 07:31:51