Κατηγορίες

Book-άροντας στη μυθιστορηματική παιδική και εφηβική ηλικία της Ζαραμπούκα

Book-άροντας στη μυθιστορηματική παιδική και εφηβική ηλικία της Ζαραμπούκα

Γράφει η Άρτεμις Μάνου

Ας εφεύρουμε μία καινούρια λέξη. Μπιντζάρω (από το binge-watching) λέγεται όταν παρακολουθείς χωρίς διακοπή όλα τα επεισόδια μιας σειράς στο Netflix και άλλες streaming πλατφόρμες μέχρι να τελειώσει. Τι λέξη, όμως, να χρησιμοποιήσουμε όταν το κάνεις αυτό με μία σειρά βιβλίων; Όταν δεν μπορείς να το αφήσεις με τίποτα; Όταν όλο λες μόνο αυτό το κεφαλαιάκι κι όλο το αναβάλλεις για το επόμενο; Μέχρι που έχεις διαβάσει 62 γρήγορα, πυκνά, εθιστικά κεφαλαιάκια, 420 σελίδες, 3 βιβλία στο σύνολο και μία ολόκληρη παιδική ηλικία που κυλά σαν γάργαρο νερό – και ούτε το κατάλαβες. Όχι γιατί έχει κάποια αγωνία ή μυστήριο που πρέπει οπωσδήποτε να λύσεις, όχι. Απλά γιατί προκαλεί ό,τι κάθε καλό βιβλίο: δεν μπορείς να βγεις από τον κόσμο του. Ή, πιο ειδικά στην περίπτωση του συγκεκριμένου βιβλίου, δε θέλεις να σταματήσεις να ακούς αυτή την ανήσυχη, σκανταλιάρικη, κελαριστή παιδική φωνή να σου διηγείται μία ολόκληρη ζωή.

Το βιβλίο είναι μία νέα επίτομη έκδοση των τριών παλαιότερων αυτοβιογραφικών βιβλίων Ο Λίνος, Η Μάγια, Πέτρου και Παύλου της σειράς Φίλοι φίλοι καρδιοφίλοι που εκδίδονται υπό αυτόν τον τίτλο. Κάθε βιβλίο και ένας καρδιακός φίλος, κάθε φίλος και ένας σταθμός. Τρεις οι σταθμοί στη ζωή της ηρωίδας μέχρι να μεγαλώσει: το σπίτι, το θέατρο, η ζωγραφική. Και γύρω γύρω η παιδική και εφηβική ηλικία της συγγραφέα που έζησε τη χρυσή εποχή του θεάτρου μπλεγμένη με μπόλικη μυθοπλασία που επιβάλλει η φαντασία και ενίοτε οι βαθύτερες επιθυμίες, όπως μαθαίνουμε στην αρχή του βιβλίου.

Βιβλίο πρώτο: Ο Λίνος. Ο παιδικός φίλος της συγγραφέα, το σημείο αναφοράς της τα πρώτα χρόνια. Η οικογένεια, το σχολείο στο σπίτι, η πρώτη σκανταλιά, το πρώτο ψέμα, η πρώτη φορά στην Όπερα, αλλά και οι επιπτώσεις του Εμφυλίου και κυρίως η σκιά του χωρισμού των γονιών που με τόση αφοπλιστική αθωότητα και ειλικρίνεια αντιμετωπίζει η συγγραφέας.

Τη θέλω (ενν. τη νέα γυναίκα του μπαμπά) ή δεν τη θέλω; Δεν ήταν κι εύκολο να την ξεχάσω γιατί, τώρα πια που γνωριστήκαμε, κάθε φορά που πήγαινα στο γραφείο του μπαμπά, ερχόταν να με δει. Μόλις την έβλεπα, έλεγα μέσα μου ότι δε θα της μιλούσα πολύ και δε θα έκανα αστεία μαζί της. Τις περισσότερες φορές καταλήγαμε να τρώμε οι τρεις μας. Εκεί πια ξεχνιόμουνα και γελούσαμε και παίζαμε παιχνίδια στον μπαμπά. Όταν μου ‘λεγε καληνύχτα, μου ’δινε ένα φιλί και, μόλις έφευγε, καταλάβαινα ότι τα ’χα κάνει μούσκεμα. Δεν μπορούσα να κρατήσω τις αποφάσεις μου. «Την άλλη φορά θα έχω μούτρα απ’ την αρχή ως το τέλος. Δεν πρόκειται να παρασυρθώ και να περάσω καλά» σκεφτόμουν.

Βιβλίο δεύτερο: η Μάγια, η γνωστή ηθοποιός Μάγια Λυμπεροπούλου, συμμαθήτρια της συγγραφέα στο σχολείο, στο Αμερικανικό Κολλέγιο, η συνοδοιπόρος της στην εφηβεία. Η φιλία τους ανθίζει μαζί με την αγάπη για το θέατρο όταν κρυμμένες στην κουίντα του σχολείου πέφτουν κατά λάθος πάνω σε μία πρόβα. Τα βέλη του θεάτρου τις πετυχαίνουν κατευθείαν στην καρδιά και το βιβλίο μετατρέπεται σε έναν ύμνο για το θέατρο, μια ωδή, μία ελεγεία – ό,τι και να πούμε θα είναι λίγο. Η Μάγια και η Μαρία θα χωθούν σε βιβλιοθήκες, θα ανακαλύψουν θεατρικά έργα, θα κάνουν διασκευές, θα φτιάξουν κουστούμια, θα τολμήσουν να πλησιάσουν τον ίδιο τον Κουν (!) για να ζητήσουν τη βοήθειά του, ενώ παράλληλα θα παλεύουν να βρουν τη θέση τους στην τάξη, στην εφηβεία, στον κόσμο. «Η ζωή μας θα είναι θέατρο» λέει κάποια στιγμή η Μαρία την ώρα, όμως, που το βιβλίο γίνεται και ένας ύμνος στη φιλία: αυτή που σε δένει με έναν τρόπο μαγικό, που δίνει νόημα, αξία και μέγεθος σε καθετί που σου συμβαίνει, αλλιώς όλα φαίνονται ασήμαντα, ανεξήγητα και πεζά.

Είχα όμως κι άλλη στεναχώρια. Κάτι που δε διηγιόμουνα στη Μάγια έχανε την αξία του. Όπως ένα έργο που είχα δει στο σινεμά γινόταν πολύ ωραιότερο όταν το ξανάφτιαχνα για να το σερβίρω στη Μάγια, έτσι και τούτα τα μπερδεμένα αισθήματα που είχα για τον Χρίστο θέλανε ξεκαθάρισμα, κι αυτό δε θα γινόταν ποτέ, ήξερα, αν δεν το ’λεγα στη φίλη μου.

Βιβλίο τρίτο: ο Παύλος. Ζωγράφος από το γειτονικό σπίτι, χαρακτήρας μυθοπλασίας διανθισμένος με στοιχεία από τη ζωή και το έργο του ζωγράφου Γιάννη Τσαρούχη. Γίνεται δάσκαλος, μέντορας και ο πατέρας που δεν έχει ο δωδεκάχρονος ήρωας, ενώ γύρω τους κινούνται δυναμικές γυναίκες, η μαμά και η αδερφή του, που δε διστάζουν να ξαναφτιάξουν από την αρχή τη ζωή τους. Έμφυλα στερεότυπα, γυναικεία χειραφέτηση, η οικογένεια του αίματος και η οικογένεια βαθύτερων δεσμών, η αδερφική σχέση κι ένα ταξίδι στην Αμερική που θα αλλάξει τη θεώρηση του κόσμου και θα στρέψει το βλέμμα στους ανθρώπους, στη φύση, στην οικολογία. Και μαζί η εκ των ουκ άνευ αρχή της καλλιτεχνικής δημιουργίας με την οποία ποτίζει ο ζωγράφος τον μικρό ήρωα:

– Σου αρέσει το σπιτάκι; άκουσα μια φωνή πίσω μου.
– Όχι, είπα χωρίς να γυρίσω.
– Τότε γιατί το σχεδιάζεις;
Ήταν ο ζωγράφος.
– Δεν ξέρω. Έτσι.
Κι ένα κουτί από σπίρτα, για να το ζωγραφίσεις, πρέπει να σου αρέσει πολύ, να το αγαπήσεις, μου είπε. 

Κάπως έτσι πρέπει να αγαπάει και η Ζαραμπούκα τις ιστορίες της, τα βιβλία, τα παιδιά, για να γράφει τέτοια βιβλία εδώ και τόσα χρόνια.

Ένας ποταμός λέξεων και ένας πλούτος γεγονότων, ύμνος στη φιλία και στις τέχνες που ανοίγουν ορίζοντες και δρόμους είναι το βιβλίο. Η συγγραφέας μας περιηγεί σε μέρη και ανθρώπους που έχουν στο μυαλό μας μυθικές διαστάσεις: το Θέατρο Τέχνης, ο Κάρολος Κουν, ο Τσαρούχης, η Επίδαυρος. Δύο είναι οι δυνάμεις που σε παρασύρουν εδώ. Η μία είναι η επιθυμία να μάθεις από πρώτο χέρι, από κάποιον που τα έζησε από κοντά: τον Κουν με το μισοσβησμένο τσιγάρο στο χέρι να συζητά με τους ηθοποιούς του έξω από τον Ορφέα, τον Τσαρούχη ασπροντυμένο, να ζωγραφίζει στον κήπο. Και όχι μόνο. Η άλλη μεγάλη δύναμη είναι η ικανότητα ενός παιδιού να διαβάσει τις βαθύτερες επιθυμίες του, να ακούσει το ένστικτό του, να αξιολογήσει και να εμπιστευτεί την τέχνη, να επενδύσει σε αυτήν, αλλά κυρίως στον εαυτό του. Εκεί που οι συμμαθήτριές της παίζουν με απαρχαιωμένο τρόπο, αυτή, δώδεκα μόλις χρονών, επιλέγει το Θέατρο Τέχνης, όπου μιλάνε φυσικά σαν κανονικοί άνθρωποι και το ακολουθεί πιστά. Εκεί που ο θείος φοβάται μήπως το παιδί που ζωγραφίζει καλά καταντήσει σαν τον ζωγράφο απέναντι, αυτό το ίδιο παιδί επιλέγει συνειδητά να γίνει μαθητής του. Γιατί η Ζαραμπούκα κλείνει το μάτι στους μεγαλύτερους που στο άκουσμα μόνο των ονομάτων θα ανοίξουν το βιβλίο, αλλά φροντίζει και τον σύγχρονο νεαρό αναγνώστη εμπνέοντας την τόλμη να ακούς τον εαυτό σου, τα όνειρά σου, τις επιθυμίες σου, ακόμα κι αν όλα είναι καμιά φορά εναντίον σου. Ακόμα κι αν θέλεις να περάσεις με εξετάσεις στο Αμερικανικό Κολλέγιο, κι εσύ έχεις δυσλεξία, ας πούμε...

Είναι αυτός ο χαρακτήρας που δεν το βάζει κάτω, αλλά και αυτή η φωνή, αυτή η γλώσσα, αυτή η γοητευτική αφήγηση η γρήγορη, αλλά όχι αγχωτική, η ρυθμική, σχεδόν τραγουδιστή, ανάλαφρη αλλά όχι ελαφριά. Και αυτό συνδέεται, νομίζω, με ένα άλλο χαρακτηριστικό στοιχείο του βιβλίου. Η ηρωίδα κοιτάζει μπροστά. Η Ζαραμπούκα κοιτάζει μπροστά. Εκεί βλέπει τη δυνατότητα, την πιθανότητα (και γι’ αυτό και τη βρίσκει). Έχει την τόλμη να βρίσκει λύσεις, να μη στέκεται. Έχει την τόλμη να τρέχει μαζί με τη ζωή και όχι πίσω από αυτή. Είναι σε κίνηση. Πάει παρακάτω. «Πάμε!» λέει και στον αναγνώστη.

– Θα μπορούσα να βλέπω αυτή την παράσταση κάθε βράδυ για όλη μου τη ζωή, είπα εγώ.
– Μην υπερβάλλεις, νεαρέ μου, είπε ο κύριος Παύλος. Σκέψου πόσα έργα έχεις να δεις ακόμα, πόση μουσική που δεν την ξέρεις να ακούσεις, πόσα βιβλία να διαβάσεις… Σε ζηλεύω.
«Αλήθεια… και ταξίδια και περιπέτειες… Ωραία που είναι να είσαι μικρός» σκέφτηκα. 

Σύμφυτη με αυτό το χαρακτηριστικό η τάση της συγγραφέα να κλείνει τα πράγματα εγκαίρως. Να μην τα εξηγεί, να μην τα μασάει. Ο λόγος της απλός, ευθύς, καθημερινός, καμιά φορά ξερός, έρχεται και σε χτυπάει. «Δεν έχει άλλο;» αναρωτιέσαι; Όχι. Δεν έχει άλλο. Αφήνοντας τα πράγματα εκεί που θέλει εκείνη, αφήνει και τον αναγνώστη μετέωρο να περιμένει κάτι ακόμα – γιατί, ανύποπτος καθώς είναι, δεν ξέρει ότι αυτό το κάτι παραπάνω θα το κάνει ο ίδιος. Θα συμπληρώσει, θα σκεφτεί, θα φανταστεί. Θα καταλήξει. Αν θέλει, φυσικά. Πάντως η Ζαραμπούκα τού δίνει την ευκαιρία.

Αν ψάχνετε ένα βιβλίο χωρίς ίχνος διδακτισμού, με χώρο για σκέψη, με ελευθερία, με παιδιά αληθινά που θα κάνουν τα λάθη τους, τις σκανταλιές τους και θα αναμετρηθούν, όταν έρθει η ώρα, με τον εαυτό τους, πάντως σίγουρα θα είναι ειλικρινή και αυθεντικά και δε θα θέλουν να σας κάνουν να πιστέψετε σώνει και καλά σε κάτι, αυτό είναι το βιβλίο σας. Και αν φοβάστε ότι έχει γραφτεί παλιά, η τόσο σύγχρονη γλώσσα του βιβλίου παράλληλα με την εντελώς σύγχρονη παιδαγωγική ματιά να ξέρετε πως θα σας κάνει να μην προλάβετε να το σκεφτείτε!

Να σημειώσουμε πως τα τρία βιβλία δεν είναι ακριβώς συνέχεια, αν και διατρέχουν τα πρώτα χρόνια της ζωής της συγγραφέα. Εντάσσοντας το κάθε βιβλίο σε ένα άλλο περιβάλλον κάθε φορά, μετακινώντας ελαφρώς τα σκηνικά στοιχεία, η συγγραφέας όχι μόνο κάνει τα βιβλία αυτόνομα, αν θέλει κάποιος να τα διαβάσει ως τέτοια, αλλά κατορθώνει να δώσει μια καλειδοσκοπική ματιά της πατρίδας «παιδική ηλικία», ιδωμένης από διάφορες οπτικές γωνίες, από αφηγητές κορίτσι και αγόρι, εστιάζοντας σε κάτι διαφορετικό κάθε φορά και ανοίγοντας ένα ευρύ πεδίο για να ταξιδέψει το βλέμμα και η σκέψη του αναγνώστη.

Κάθε βράδυ πριν κοιμηθεί η ηρωίδα σκέφτεται «τα ωραία της». Μαζεύει στο μυαλό της τις πιο ωραίες στιγμές και τις κάνει μαξιλάρι για να κοιμηθεί. Βρίσκει τρόπο να κάνει ωραία ακόμα και τα άσχημα, γιατί, ναι μεν αρρώστησε η μαμά της, αλλά τώρα μπορεί να πάει στο σχολείο με τα καλά της παπούτσια, αφού «ποιος θα τη δει;». Περιμένοντας τα αποτελέσματα για να μπει στο Αμερικάνικο Κολλέγιο, η Μαρία βρίσκει επιτέλους τον χαμένο Λίνο και κατεβαίνουν μαζί μια μεγάλη κατηφόρα με το πατίνι του. Εκείνη μπροστά, αυτός πίσω. Το ίδιο βράδυ –παρόλο που το μόνο που έχει κάνει στις εξετάσεις για το Κολλέγιο είναι να ξεδιπλώσει μπροστά στους εξεταστές τη φαντασία της και να ενώσει την «Τόσκα» του Πουτσίνι με «Τον καιρό του Βουλγαροκτόνου» της Πηνελόπης Δέλτα– παίρνει μία καρτούλα με τα θετικά αποτελέσματα που θα αλλάξουν τη ζωή της για πάντα. Όταν, όμως, αρχίζει να σκέφτεται «τα ωραία της», το πιο σπουδαίο δεν είναι παρά η κατηφόρα με το πατίνι και τον Λίνο. Αυτή η σκηνή νομίζω περιγράφει όλη την εμπειρία ανάγνωσης του βιβλίου: μια αξέχαστη ορμητική βόλτα χωρίς φρένο παρέα με έναν φίλο! 

ΥΓ. Η φράση, λοιπόν, για το «διαβάζω χωρίς διακοπή ένα βιβλίο» υπάρχει στα αγγλικά και είναι «binge-reading». Θα μπορούσαμε να βρούμε και μία στα ελληνικά αντί του μπιντζάρω; Γιατί σε αντίθεση με την αίσθηση του προς τα κάτω λιωσίματος μπροστά σε μια οθόνη, το απνευστί διάβασμα ενός βιβλίου παρέχει την αίσθηση της ανάτασης. Ειδικά αν πρόκειται για ένα βιβλίο της Ζαραμπούκα, που σου λέει πόσο ωραία είναι η ζωή! Κάποτε υπέγραφε Ζαραbookα. Θα μπορούσε η λέξη να ήταν μπουκ-άρω, από το book-άρω; 

Και μια ιδέα για τα πλάσματα της Ζαραμπούκα (και μάλλον για την ίδια) μέσα σε λίγες προτάσεις:

Δεν ήταν ώρα να απασχολήσω τη μητέρα μου με αυτά τα προβλήματα, ούτε η Μαρία είχε κάτι να μου πει, να με βοηθήσει. Κάποτε που της έγραψα ότι αργώ να μεγαλώσω και σκέφτομαι μήπως δεν είμαι απόλυτα φυσιολογικός, μου απάντησε ότι ως ειδική βιολόγος και ορνιθολόγος με βεβαιώνει πως δεν είμαι φυσιολογικός, αλλά ένα περίεργο ανθρώπινο πουλί!

Με συμβούλεψε να τρίβω καλά την πλάτη μου με μια σκληρή βούρτσα για να βγάλω φτερά, κι αν θέλω ουρά, να τρίβω και τον πισινό μου! Αυτά, λέει, τα έπαθα επειδή μικρός έτρωγα πολύ ποπκόρν. 

Η Άρτεμις Μάνου είναι φιλόλογος και θεατροπαιδαγωγός. 

Προηγούμενο
Επόμενο


Page generated: 02/10/2024 19:21:50