Κατηγορίες

«Τραγούδι για τρεις» και «Ο καιρός της σοκολάτας» της Λότης Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου

«Τραγούδι για τρεις» και «Ο καιρός της σοκολάτας» της Λότης Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου

Συζητούν και γράφουν οι 
Μαρία Τοπάλη, ποιήτρια-κριτικός και η Νίκη Κωνσταντίνου-Σγουρού, δασκάλα 
 

 

Η Μαρία στη Νίκη: 

Στην προηγούμενη «Λέσχη», όταν συζητούσαμε τα δυο βιβλία της Μαρίας Παπαγιάννη (Ως διά μαγείας και Η Διδώ και η μαύρη βίβλος) μας έλεγες, Νίκη, πόσο είχες σταθεί στο ερειπωμένο σπίτι της γειτονιάς με τον κήπο με τις αγριάδες. Είχες πει ότι σε κάθε γειτονιά υπάρχουν τέτοια σπίτια και νομίζω ότι είχες προτείνει και στις αντίστοιχες εκπαιδευτικές δραστηριότητες μια βόλτα στη εκάστοτε γειτονιά και τον εντοπισμό τέτοιων σπιτιών. Τώρα, λοιπόν, τα δυο βιβλία της Λότης Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου (Τραγούδι για τρεις και Ο καιρός της σοκολάτας), που συζητήσαμε στη «Λέσχη ανάγνωσης» του Μαρτίου 2024, μου φαίνεται πως είναι σαν να δίνουν ζωή σε τέτοια παλιά σπίτια. Τα δυο βιβλία αφηγούνται πολύ ζωντανά, πολύ ρεαλιστικά, κομμάτια από τις ζωές των ανθρώπων σε τέτοια σπίτια του άλλοτε. Και ενώ πρόκειται για ιστορίες από τη γερμανική κατοχή στην Αθήνα, το πιο έντονο αποτύπωμα που μένει σε εμένα δεν είναι ο πόλεμος, η Κατοχή και τα τρομερά δεινά τους: είναι ο λόφος του Στρέφη και τα παλιά σπίτια γύρω από αυτόν. Σαν να έρχεται μια ψηφιακή εφαρμογή και «γεμίζει» τα μέρη αυτά με τις φωνές, τα πρόσωπα, τις περιπέτειες, τις γεύσεις των ανθρώπων που έζησαν άλλοτε στο μέρος αυτό. Πάντα με εντυπωσιάζει όταν αλλού –φαινομενικά τουλάχιστον– εστιάζει η πλοκή και αλλού, εν τέλει, χτυπά η καρδιά μου σαν αναγνώστριας. 

Να πούμε στο σημείο αυτό ότι το Τραγούδι για τρεις είναι ένα ολοκληρωμένο μυθιστόρημα για μεγάλα παιδιά και εφήβους, και πρωτοκυκλοφόρησε τη δεκαετία του ’90, ενώ βραβεύτηκε και από το Ελληνικό Τμήμα της IBBY. Ο Καιρός της σοκολάτας είναι βιβλίο αρκετά μεταγενέστερο, αφού κυκλοφόρησε την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα και αποτελείται από μικρά αυτοβιογραφικά διηγήματα. Βέβαια, στους πραγματικούς ήρωες του δεύτερου βιβλίου αναγνωρίζουμε ολοκάθαρα τα αρχέτυπα των μυθιστορηματικών ηρώων του πρώτου. Τέθηκε στη συζήτηση το ερώτημα γιατί η συγγραφέας έγραψε πρώτα τη μυθοπλασία και μετά την αυτοβιογραφία-μαρτυρία. Το ερώτημα είχα θέσει και η ίδια στον εαυτό μου, διαβάζοντας. Η απάντηση γεννήθηκε μέσα μου αυθόρμητα: αν είχε κάνει το ανάποδο, θα είχε, ίσως, ξεφουσκώσει, θα είχε εκτονωθεί το δημιουργικό της πάθος, που τροφοδοτήθηκε από αυτά τα συγκλονιστικά κατοχικά βιώματα. Ενώ έτσι, χρησιμοποίησε μέρος από τη βιωματική «καύσιμη ύλη» για να πλάσει το μυθιστόρημα, που είναι γεμάτο αγωνία και συγκίνηση. Και κατόπιν, καταλαγιάζοντας, έδωσε με τρόπο γαλήνιο και όχι εμπαθή τη μαρτυρία. 

Όπως υποστηρίχθηκε με μεγάλη ζέση –και με απόλυτο δίκιο– από αρκετές συνομιλήτριες στη διάρκεια της συζήτησής μας στη «Λέσχη», η Λότη Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου, ιδίως στο Τραγούδι για τρεις, συνθέτει μια πληρέστατη πλοκή, με καθαρογραμμένους ήρωες και ηρωίδες, με ενοχές, περιπέτειες, ανατροπές, κάθαρση. Μάλιστα η παράλληλη, σε δυο χρόνους, αφήγηση, της επιτρέπει να φωτίζει εναλλασσόμενα το σήμερα και το χθες. Βλέπουμε τα σημερινά παιδιά, κορίτσια και αγόρια (το κορίτσι σε ρόλο από κάθε άποψη πρωταγωνιστικό), με τα δικά τους άγχη και προβλήματα, να συναντιούνται πάνω από ένα κασετόφωνο με τα αλλοτινά παιδιά, της Κατοχής. Όλα αυτά συγκροτούν πάντα ένα κουβάρι που ξετυλίγεται γύρω από τον λόφο του Στρέφη, τα δρομάκια, τις ανηφοριές, τα ταβερνεία· ο ίδιος ο λόφος είναι ένας τόπος μαγικός. Παρά τη σκληρότητα των κατοχικών βιωμάτων με τα οποία συνδέεται, νιώθουμε κάθε στιγμή ότι η μαγεία της παιδικής ηλικίας δε σβήνει. Τουναντίον, λάμπει σαν κρυμμένος στη μνήμη θησαυρός: λίμνη, παγόνια, φλαμουριά. Οι απλές, περιγραφικές αυτές λέξεις μοιάζει να έχουν βγει από τον Άντερσεν ή από τους Γκριμ, από μια παραμυθένια ύλη που ξαφνικά, με φυσικότητα, ριζώνει στο κέντρο της Αθήνας, που, ας το παραδεχτούμε, δεν είναι το πιο παραμυθένιο κέντρο πόλης που θα μπορούσε να φανταστεί κανείς, παρά την πλούσια ιστορία της πόλης. 

Τέλος, θα ήθελα οπωσδήποτε να πω δυο λόγια για τον τσαγκάρη, και στο ένα και στο άλλο βιβλίο. Νομίζω πως είναι ο μεγάλος πρωταγωνιστής. Όχι μόνον επειδή όντως είναι το πρόσωπο-κλειδί στο μεγάλο δράμα του πρώτου βιβλίου, που είναι άλλωστε πολλαπλά δομημένο ως Τραγούδι για τρεις· υπάρχουν, ασφαλώς δύο, τουλάχιστον, βασικές αφηγηματικές τριάδες αλλά και περισσότερες δευτερεύουσες στο μυθιστόρημα αυτό. Αλλά το ειδικό βάρος του τσαγκάρη το κατάλαβα μόνον όταν διάβασα το αντίστοιχο διήγημα στο άλλο βιβλίο, στον Καιρό της σοκολάτας. Παρατίθενται εκεί κάθε τόσο οι στίχοι από το απλοϊκό ποίημα του Γιώργη Κρόκου με θέμα τον τσαγκάρη. Πολλές φορές οι συγγραφείς παιδικής και εφηβικής λογοτεχνίας παραθέτουν στίχους μεγάλων ποιητών και το κάνουν, φοβάμαι, με τρόπο μεγαλεπήβολο, σπουδαιοφανή. Εδώ, έχουμε το αντίστροφο: παρατίθεται ένας ποιητής άγνωστος, πολύ χαμηλής στόχευσης και εμβέλειας. Όμως αυτό αντί να αφαιρεί, προσδίδει συγκίνηση στη σμίλευση της προσωπικότητας του αντίστοιχου ήρωα. Η Λότη Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου εμπιστεύεται το απλό, και το απλό, με τη σειρά του, την ανταμείβει. 

Η Νίκη στη Μαρία: 

Σήμερα, που γράφω αυτό το κείμενο, κάποιες μέρες μετά τη λέσχη μας, είναι μια κανονικά ανοιξιάτικη μέρα: ζεστή, αλλά όχι υπερβολικά ζεστή. Φυσάει ένας ευχάριστος άνεμος και η ατμόσφαιρα είναι εξαιρετικά καθαρή. Από τον λόφο του Στρέφη βλέπεις ολόκληρη την πόλη, την Ακρόπολη, τη θάλασσα και τον Λυκαβηττό, ο οποίος μοιάζει με ψηλό βουνό. Μπορείς να τη διαβάσεις σαν να διαβάζεις μία ιστορία. Τα δέντρα μουρμουρίζουν κι αυτά. Ανεβαίνοντας ψηλά τον λόφο, περνώντας μέσα από ευκάλυπτους, γεμίζοντας σκόνη, συνάντησα μία χελώνα και δεν μπόρεσα να μη σκεφτώ πως αυτή η χελώνα θα μπορούσε σχεδόν να έχει υπάρξει μάρτυρας όσων φοβερών έχει ζήσει ο λόφος τα τελευταία χρόνια – αυτών που αφηγείται η Λότη Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου από την παιδική της ηλικία στα χρόνια της Κατοχής και όσων ακολούθησαν. Κάθομαι στο θεατράκι και μοιράζομαι μηλοπιτάκια και καφέ με μία φίλη, μιλάμε και ακούω ανάμεσα στις φωνές μας τα λόγια του φύλακα του λόφου, όπως υπάρχουν μέσα στο διήγημα του βιβλίου Ο καιρός της σοκολάτας «Ο μπαρμπα-Θωμάς και τα παγόνια»: εδώ μπορείς να κάθεσαι όσο θέλεις και να διασκεδάζεις με τον τρόπο τον δικό σου: Να σκέφτεσαι, να ονειρεύεσαι, να χαίρεσαι τη φύση, να τραγουδάς δυνατά ή από μέσα σου, να λες μια προσευχή – ό,τι θέλεις! Ο λόφος είναι δικός σου, να το ξέρεις! Καθώς ανεβαίνουμε ψηλά, μπορούμε να γίνουμε πάλι μικρές, να έχουμε έναν δικό μας λόφο – πραγματικό ή φανταστικό, μια κορυφή για να απλώσουμε από κάτω ιστορίες. Ακούω τις χαμογελαστές αφηγήσεις μιας άλλης φίλης, μεγαλωμένης στη γειτονιά, που χαίρεται να μπορεί να παίζει με το σκυλί της πάλι εκεί. Σκέψου να μην υπήρχε ο παράδεισός μας, λέει κάπου η αφηγήτρια. Σκέψου, λένε και οι φίλες αναλογιζόμενες τις περιπέτειες και τους κινδύνους που πέρασε ο λόφος, οι χελώνες και τα δέντρα του τελευταία. Η αυτομυθοπλασία, η μαρτυρία αυτού του βιβλίου, τόσο καλά ριζωμένη στον χώρο, μπλεγμένη με τις ρίζες και τις πατημασιές των ζώων, με συγκινεί. Σαν περίπατος και σαν ντοκιμαντέρ, η συγγραφέας μάς λέει πώς γράφονται οι ιστορίες. Πώς και πού. Πώς ξεκινάνε σαν παρηγοριά του μικρού κοριτσιού που δεν το παίζουν τα αγόρια και πώς μεγαλώνουν σαν ζωγραφιά και προσευχή και σαν μοίρασμα. Σαν μνήμη που αρθρώνεται μέσα στη λήθη της πόλης που χτίστηκε από τις πέτρες (και) αυτού του λόφου. 

Επιστρέφοντας σπίτι μου, κατεβαίνοντας τον λόφο δηλαδή, στέκομαι μπροστά σε ένα από τα παλιά σπίτια της οδού Μπενάκη. Ένα σπίτι με κλειστά παντζούρια σε μια γειτονιά που αλλάζει (πάλι). Η θέα προς τον λόφο μπλοκάρεται από τα κλειστά παραθυρόφυλλα και έτσι συμβολίζεται μια συνειδητή προσπάθεια λήθης, όπως στο σπίτι της κυρίας Ελισάβετ στο μυθιστόρημα Τραγούδι για τρεις. Σκέφτομαι τις ηρωίδες του. Την ανάδυση της μνήμης και την καταγραφή της. Συζητήσαμε στη λέσχη μια πολύ ενδιαφέρουσα πτυχή που προκύπτει μέσα από την πλοκή και αφορά τις συνθήκες μοιράσματος των τραυματικών ιστοριών. Σε αυτό το βιβλίο, η συγγραφέας συνθέτει μια πολύ πυκνή αφήγηση που διαπραγματεύεται ακριβώς αυτό: σε ποιον θα πεις την ιστορία σου, με τι κόστος, σε ποιον χώρο. Γιατί με αυτούς τους όρους; Η έφηβη Χριστίνα της δεκαετίας του ’80 θυμίζει τη νεράιδα του λόφου, την αγαπημένη σε όλους Όλγα της δεκαετίας του ’40, και έτσι, μέσα από αυτή την ομοιότητα και κρατώντας ένα μαγικό κασετοφωνάκι ξεκλειδώνει, αποκτά πρόσβαση και δίνει συγχώρεση. 

Η Λότη Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου γράφοντας σχολιάζει τον τρόπο που το παρελθόν επιβιώνει στο παρόν, όπως τα φτερά του παγονιού στη διακόσμηση του τσαγκαράδικου. Σχολιάζει την επιλεκτική μνήμη των ζωντανών. Μέσα από την Όλγα φτιάχνει τόσο ένα σχεδόν μυθικό πρόσωπο που ταυτίζεται με την εθνική ομοψυχία, με το καλό, με τη μαζική αντίσταση όσο και ένα πιο ρεαλιστικό αλλά ατρόμητο κορίτσι που ενώ θυσιάστηκε, οι άντρες της ιστορίας το ξέχασαν. Θυμώνει μέσω της νεαρής Χριστίνας και μας κάνει να αναλογιστούμε κριτικά τον ρόλο των γυναικών, την αποσιώπηση της δράσης τους και τις πολλαπλές καταπιέσεις τους μέσα στην πατριαρχία. Η αφήγηση της ιστορίας επιτρέπει στο παρελθόν να αναδυθεί για να ανοίξει χώρο, να αποκαταστήσει την αδικία, να διώξει τα σύννεφα και να ανοίξει τα παραθυρόφυλλα προς τον Στρέφη. Σχολιάζω πολύ ενδεικτικά τα τόσα που ένιωσα και τα τόσα που ειπώθηκαν στη συζήτησή μας, επειδή περπατάω και σκέφτομαι αποσπασματικά. Αλλά ακολουθώ κατά κάποιον τρόπο τη ροή αυτών των δύο βιβλίων που μοιάζουν να κατοικούν στον τόπο και να εγκαθίστανται στη σκέψη μου. Απολαμβάνω τόσο πολύ τις ιστορίες που ξεδιπλώνονται σαν χάρτης, με προεκτάσεις, εναλλακτικές διαδρομές και πιθανές αποκλίσεις.  

Προηγούμενο
Επόμενο


Page generated: 06/10/2024 08:22:10