Κατηγορίες

«Ως διά μαγείας» και «Η Διδώ και η μαύρη βίβλος» της Μαρίας Παπαγιάννη

«Ως διά μαγείας» και «Η Διδώ και η μαύρη βίβλος» της Μαρίας Παπαγιάννη

Συζητούν και γράφουν οι 
Μαρία Τοπάλη, ποιήτρια-κριτικός και η Νίκη Κωνσταντίνου-Σγουρού, δασκάλα 

 

Η Νίκη στη Μαρία: 

Την Τετάρτη 28 Φεβρουαρίου συναντηθήκαμε διαδικτυακά στη λέσχη ανάγνωσης παιδικής και εφηβικής λογοτεχνίας για ενήλικες και συζητήσαμε για δύο βιβλία της Μαρίας Παπαγιάννη. Ή αλλιώς θα τολμούσα να πω πως συζητήσαμε για την παιδική μου ηλικία, αφού το σχεδόν κλασικό πια Ως διά μαγείας ήταν το αγαπημένο μου βιβλίο. Κυκλοφόρησε το 2006 και το διάβασα τότε, μόλις είχε βγει. Το είχα διαβάσει εγώ και οι φίλες μου, είχε μπει στη ζωή μας με δύναμη και ενθουσιασμό. Διαπίστωσα, όσο μιλούσα για αυτό, δύο πράγματα: αφενός πως διαβάζοντάς το έγινα πάλι εννιά χρονών – πλήρως και ολοκληρωτικά. Ένιωθα όπως τότε. Με τρόπο που δεν περίμενα, το μυαλό μου κατακλύστηκε από τις σκέψεις και τις εικόνες του εννιάχρονου εαυτού μου. Αφετέρου διαπίστωσα πως πρόκειται για ένα βιβλίο που καθόρισε τη δική μου γενιά. Η Εύα, η κεντρική του ηρωίδα, είναι ένα κορίτσι στη δική μας ηλικία, η Μανταλένα μια μαμά που θα μπορούσε και ταυτόχρονα δε θα μπορούσε καθόλου να είναι η μαμά μας, το σχολείο και η γειτονιά της είναι οικεία, είναι το σκηνικό και της δικής μας ζωής. Το Ως διά μαγείας μιλάει για το πώς είναι να ζεις στην πόλη στα μέσα της δεκαετίας του 2000.

Θα κάνω ένα άλμα και θα θεωρήσω πως η πλοκή του βιβλίου σάς είναι γνωστή ή είναι εύκολο να τη βρείτε και δε θα πω περισσότερες λεπτομέρειες. Θα σταθώ σε μερικά σημεία που πιστεύω πως τροφοδοτούν τον διάλογο – σημεία στα οποία σταθήκαμε και κατά τη διάρκεια της συζήτησης. Ο κύριος θεματικός άξονας του βιβλίου είναι η μαγεία. Είναι μια μαγεία γειωμένη και απλή. Μια μαγεία που σκάει σε μια βουτυρένια κατσαρόλα με ποπκόρν, μια μαγεία που σηκώνει αέρα και γεμίζει λουλούδια την αυλή. Μια μαγεία που δίνει διέξοδο στον θυμό και στην οργή και τα μετατρέπει σε λαμπερές και σκοτεινές μαζί ανάποδες ευχές, οι οποίες θα γίνουν πραγματικότητα τόσο αυτονόητα, σαν αυτοεκπληρούμενες προφητείες. Αισθάνομαι πως η μαγεία του βιβλίου είναι ο τρόπος της συγγραφέα να διαπραγματευτεί την αστική ζωή. Η Μανταλένα, η μαμά-μάγισσα, μεγαλώνει την κόρη της σε ένα σπίτι μέσα στην πόλη, το οποίο όμως αποτελεί νησίδα φυσικού περιβάλλοντος. Έχει μια αυλή με πουλιά και άνθη και κλαδιά που με θράσος ξεφεύγουν και επεκτείνονται στον δημόσιο χώρο. Η φύση διεκδικεί την παρουσία της, προτείνει έναν τρόπο ζωής φωτεινό και χαρούμενο, γεμάτο χρώματα, με κόκκινα ατίθασα μαλλιά που δε συμμαζεύονται. Μια ζωή που δεν κλείνεται σε βάζα. Ρίζες, αίσθηση σπιτιού και στοργής: μαγεία καθημερινής χρήσης.

Μετά τη μαγεία, αυτό που βρίσκω καταπληκτικό σε αυτό το βιβλίο είναι ο εξαιρετικά ειλικρινής τρόπος που επιτρέπει στα παιδιά να κοιτάξουν τον κόσμο και τα συναισθήματα των μεγάλων. Οι ενήλικες είναι παρόντες και νιώθουν πράγματα. Δεν είναι φτιαγμένοι ούτε ως άγιοι ούτε ως απλοϊκές καρικατούρες. Η γειτόνισσα κουβαλάει ένα τραυματικό παρελθόν, οι γονείς απομακρύνονται και ψυχραίνονται όσο μεγαλώνουν αλλιώτικα ο ένας από τον άλλον, η μαμά καταρρέει όταν χάνει τον αγαπημένο της σκύλο… Η αφήγηση είναι διάφανη και λέει την αλήθεια. Δεν καθοδηγεί, δεν αποκαλύπτει τα πάντα, αλλά αφήνει τις εννιάχρονες κόρες να πλησιάσουν τις μαμάδες-μάγισσες και να τους χαμογελάσουν. Αφήνει χώρο στη συγχώρεση, στο δέσιμο, στην καθημερινή μαγεία των ανθρώπινων χαρακτήρων και σχέσεων. Στις αγκαλιές και στα γέλια.

Δε μιλήσαμε όμως μόνο για το Ως διά μαγείας. Μιλήσαμε και για το τελευταίο βιβλίο της Μαρίας Παπαγιάννη. Η Διδώ και η μαύρη βίβλος είναι ένα βιβλίο που συνομιλεί ανοιχτά με το Ως διά μαγείας. Υπάρχουν τα βασικά συστατικά: ένα φοβερό κορίτσι, ένας κακός διευθυντής, μερικές αδικίες. Λείπει ίσως η μαγεία των κόκκινων μαλλιών, υπάρχει όμως η αγάπη για τα ζώα και τα αστέρια που μας δείχνουν τον δρόμο. Πρόκειται για μια ιστορία αστεία και τρυφερή, έξυπνη και απολαυστική που κλείνει το μάτι σε πολλές και διαφορετικές ομάδες αναγνωστών. Ακολουθούμε πάλι μια ηρωίδα στο σύγχρονο αστικό περιβάλλον, πηγαίνουμε μαζί της στο σχολείο, γνωρίζουμε την οικογένειά της, παρασυρόμαστε από το χιούμορ της.

Και ενώ η μαμά-μάγισσα έχει δώσει τη θέση της στον αστρονόμο-παππού, η Παπαγιάννη μάς χαρίζει μια υπέροχη ιστορία αγάπης, που έρχεται να καθησυχάσει όλες εμάς που φοβόμαστε για την εξασθενημένη μνήμη και τις χαμένες ιστορίες των ανθρώπων που αγαπάμε. Στον ουρανό του μυαλού της γιαγιάς κάποια αστέρια έχουν σβήσει, αλλά ο παππούς μάς εκμυστηρεύεται πως η αγάπη δεν παλιώνει ποτέ. Η στοργή χωράει μέσα στην παλάμη μας σαν κομματάκι από παζλ που βρίσκει μια καινούρια απρόσμενη θέση. Και η γενναιότητα μπορεί να μοιάζει με ζωγραφισμένο σε τοίχο καράβι και άνοιγμα κουρτίνας, καβγά με τον αδερφό και μοιρασμένη στα κρυφά μερέντα, σκυλί που βρίσκει τον δρόμο του με τριάντα χρόνια καθυστέρηση και το παίρνει ο ύπνος στα πόδια σου.

Σταματάω εδώ και σε αφήνω να συνεχίσεις… 

 

Η Μαρία στη Νίκη: 

Για μένα είχε ξεχωριστό ενδιαφέρον να συζητήσω, ιδίως στο πλαίσιο της «λέσχης», μαζί σου και με τις άλλες φίλες, ένα βιβλίο που δεν το γνώρισα η ίδια ως αναγνώστρια παιδί, αλλά το γνώρισα ως μαμά αναγνώστριας, όταν είχε πρωτοβγεί: μιλώ βεβαίως για το Ως διά μαγείας. Νομίζω ότι θυμάμαι κάτι ψιθύρους και συνωμοσίες μικρών παιδιών που στο μέσα δωμάτιο σχεδίαζαν να απελευθερώσουν τα γατάκια-μπονζάι (αλλά μπορεί και να το φαντάστηκα). Ήταν, λοιπόν, ένα βιβλίο που αγαπήσαμε πολύ και η μεγάλη κόρη μου και εγώ. Αυτό ίσχυε για πολλά από τα βιβλία που άρεσαν στην (τότε) μικρή, όχι όμως για όλα. Θυμάμαι αρκετές φορές να εκνευρίζομαι με τα «δημοφιλή» βιβλία εκείνης της εποχής για παιδιά και εφήβους. Εκείνο το «Μια σειρά από ατυχή γεγονότα» δεν το χώνεψα (με τίποτα λέμε). Ενώ στην περίπτωση της Παπαγιάννη γίναμε φαν αμέσως και οι δυο μας, μαμά και κόρη, και νομίζω ότι το νούμερο ένα στη σειρά υπήρξε το Ως διά μαγείας. Ισχύει προπάντον αυτό που λες, ότι ήταν ένα βιβλίο στην καρδιά της εποχής του. Ξαναδιαβάζοντάς το τώρα, για τις ανάγκες της λέσχης ανάγνωσης, βλέπω ολοκάθαρα το κλίμα εκείνης της περιόδου, των αρχών της χιλιετίας, που ήταν και το κλίμα μιας εντελώς καινούριας εποχής. Εκείνης στην οποία η συγγραφέας αλλά και εγώ, που είμαστε συνομήλικες, είμαστε πλέον μαμάδες και όχι παιδιά. Είναι πολύ ενδιαφέρον να παρατηρήσει κανείς την κοτσίδα που πλέκει η Παπαγιάννη ανάμεσα στα παλιά, τα δικά μας πράγματα, και τα εντελώς καινούρια. Σοφή κοτσίδα, που τη συνεχίζει και με τη Διδώ. Υπάρχει, ας πούμε, η αξία της αγάπης για τα ζώα, της προστασίας των ζώων. Αυτό όταν ήμουν εγώ παιδί, δεν υπήρχε, ενώ σήμερα πραγματικά (και ευτυχώς) μεσουρανεί. Ε, η Παπαγιάννη το έπιασε στην ατμόσφαιρα να γεννιέται! Η υπεράσπιση ενός είτε εναλλακτικού είτε πάντως κάπως χίπικου τρόπου ζωής (χαρακτηριστικά τα ιδιόρρυθμα αυτοκίνητα των μαμάδων, αλλά και οι Μπιτλς), η ανακάλυψη της επαρχίας και των λαϊκών παραδόσεων που έρχονται να συναντηθούν με τις αναζητήσεις ενός κόσμου που θέλει να αμφισβητήσει το στάτους κβο, το νεόπλουτο lifestyle, τον ρατσισμό απέναντι στις μετανάστριες και στους μετανάστες – αλλά ταυτόχρονα δεν πιστεύει πια στις μεγάλες ιδέες... Από τον παλιό κόσμο η Παπαγιάννη δανείζεται το στερεότυπο του κακού διευθυντή μπαμπούλα, που στα χέρια ενός συγγραφέα με λιγότερη μαεστρία θα κινδύνευε να φανεί ξεπερασμένο, «πασέ». Η δικιά μας, όμως, έχει το χάρισμα (και την εξυπνάδα) να αφηγείται με φυσικότητα – αυτό νομίζω το συζητήσαμε στη «λέσχη» του Φεβρουαρίου: πόσο αβίαστα και φυσικά συμβαίνουν τα πράγματα στα βιβλία αυτά. Χωρίς σηκωμένο δάχτυλο. Κι έτσι κάπως φτιάχνεται η κοτσίδα, ή αν θέλεις το παζλ, ανάμεσα στο καινούριο και στο παλιό.

Και, βέβαια, το σημείο στο οποίο νομίζω ότι σταθήκαμε πολλές από εμάς ήταν το σύνθετο προφίλ της «κακιάς» Φρόσως, που η Παπαγιάννη με εμπιστοσύνη παραδίδει στα παιδιά μαζί με τις αντιφάσεις και τις εσωτερικές συγκρούσεις. Όπως κάνει πάντα η καλή λογοτεχνία. Χωρίς απλουστεύσεις και ευκολίες. Ίσως δεν προλάβαμε να συζητήσουμε αρκετά ένα πέρασμα που πραγματοποιείται από την Εύα στη Διδώ, υπέρ της επιστήμης. Η μετάβαση αυτή συμβαίνει τόσο στο όνομα του αστρονόμου-παππού, που σαφώς κυριαρχεί στο φόντο του πιο πρόσφατου από τα δυο βιβλία, όσο και στον τρόπο που έχει σφυρηλατηθεί ο χαρακτήρας της μικρής αλλά ορθολογίστριας και φιλέρευνης πρωταγωνίστριας, της Διδώς, που καταφέρνει, επιστρατεύοντας τη δύναμη της λογικής, να νικήσει το σκοτάδι. Διακρίνουμε άραγε εδώ μια εγκατάλειψη της – ήδη παλιάς πλέον– προ κόβιντ εποχής, με την ανεμελιά της και τη διάθεση για ποικίλους πειραματισμούς και αναζητήσεις; Μιαν εύγλωττη προσχώρηση στην εποχή της εκ νέου πρωτοκαθεδρίας της επιστήμης απέναντι στον σκοταδισμό και στη θρησκοληψία; Με ένα κορίτσι να πρωταγωνιστεί και να τα βγάζει πέρα εκεί που οι μάγκες του σχολείου, οι λεγόμενοι «Μπάμιες», τα βρήκαν σκούρα; Νομίζω ότι η Παπαγιάννη πιάνει και πάλι τον σφυγμό. 

 
Προηγούμενο
Επόμενο


Page generated: 04/10/2024 23:22:39