Κατηγορίες

Οδηγός επιβίωσης για όπου δεν υπάρχουν κανόνες. Μέσα από το έργο της Γαλάτειας Γρηγοριάδου-Σουρέλη

Οδηγός επιβίωσης για όπου δεν υπάρχουν κανόνες. Μέσα από το έργο της Γαλάτειας Γρηγοριάδου-Σουρέλη

Γράφει η Άρτεμις Μάνου

Το Παιχνίδι χωρίς κανόνες της Γαλάτειας Γρηγοριάδου-Σουρέλη αφηγείται πολύ ωραία μια πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία. Ανεξαρτήτως του ιστορικού πλαισίου στο οποίο εντάσσεται, είναι μια ιστορία καλογραμμένη που δεν αφήνει τον αναγνώστη να βαρεθεί, μια ιστορία πλούσια, όπου τα γεγονότα συμβαίνουν φυσικά σαν να συνέβησαν πραγματικά. Κάτι αντίστοιχο φαίνεται και στη γλώσσα η οποία ρέει με ευκολία και φυσικότητα χωρίς αμήχανες στιγμές. Ας σταθούμε στα δύο πιο δυνατά σημεία του βιβλίου. 

Το πρώτο και βασικότερο είναι η λογοτεχνική αξία, που εκτός από την ωραία ιστορία και αφήγηση συνίσταται και στα εξής χαρακτηριστικά: ενδιαφέρουσα και σφιχτή πλοκή με γεγονότα και ανατροπές που συντηρούν αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη, κεντρικός χαρακτήρας με βάθος που έρχεται συνεχώς αντιμέτωπος με νέες προκλήσεις και ωριμάζει με την πάροδο του χρόνου, συγκρούσεις μεγαλύτερης ή μικρότερης έντασης, σχέσεις των ηρώων μεταξύ τους που φαίνονται αληθινές.  

Το δεύτερο δυνατό σημείο του βιβλίου είναι το ιστορικό πλαίσιο, δηλαδή η μετανάστευση της δεκαετίας του ’60 προς τη Γερμανία έπειτα από διμερή συμφωνία με την Ελλάδα για απασχόληση εργατών. Οκτακόσιες χιλιάδες Έλληνες μετανάστευσαν τότε στη Γερμανία, προκειμένου να γλιτώσουν την ανεργία. Εκεί, ωστόσο, αντιμετωπίστηκαν ως φιλοξενούμενοι που πρόκειται να μείνουν για λίγο (όσο υπάρχει ανάγκη) και παρέμειναν αποκλεισμένοι όχι μόνο από την κοινωνική ζωή, αλλά και από βασικές παροχές που θα έπρεπε να προσφέρει ένα κράτος υποδοχής μεταναστών (όπως η εκμάθηση της γλώσσας, η εκπαίδευση, η νομική εκπροσώπηση). Δεν υπήρχε καμία προοπτική ενσωμάτωσης – κάτι που τους κράτησε ανειδίκευτους εργάτες χωρίς καμία δυνατότητα εξέλιξης. Ήταν οι λεγόμενοι «γκασταρμπάιτερ», κάτι που κατέληξε να θεωρείται βρισιά. Το χειρότερο είναι ότι αυτό ήταν προαποφασισμένο, αλλά χωρίς να έχουν ενημερωθεί οι άμεσα ενδιαφερόμενοι. Αντίθετα, οι άνθρωποι έφευγαν με μυαλά φουσκωμένα για μια καλύτερη, ευκολότερη και πλούσια ζωή. Ένας από αυτούς είναι και ο ήρωας του βιβλίου, ο Βαγγέλης, που έφηβος ακόμα φεύγει κρυφά από το σπίτι του στο χωριό, επηρεασμένος από τις υποσχέσεις για άνετη ζωή του Λεωνίδα και των συνεργατών του που γυρίζουν την Ελλάδα ψαρεύοντας εύπιστους υποψήφιους εργάτες (τους οποίους βοηθούν να πάρουν διαβατήριο με το αζημίωτο). Ο Βαγγέλης θα αγοράσει –αν και ανήλικος– το εισιτήριό του με μια βυζαντινή εικόνα, κειμήλιο που παίρνει κρυφά από το σπίτι του – ενέργεια που του υπαγορεύει η λαχτάρα να βοηθήσει την οικογένειά του να ορθοποδίσει και η ελπίδα για καλύτερη ζωή. Αυτά που συναντά εκεί, ωστόσο, δεν έχουν καμία σχέση με ό,τι του υποσχέθηκαν και αγωνίζεται να βρει τρόπους να επιβιώσει. 

Υπό το φως των παραπάνω, το βιβλίο μπορεί να διαβαστεί και ως μια καταγγελία για την περίοδο εκείνη που όχι μόνο αποδυνάμωσε το δυναμικό της Ελλάδας αποστερώντας την από τους πιο υγιείς και δυνατούς της πολίτες, αλλά είχε συνέπειες και σε αυτούς τους ίδιους τους ανθρώπους που καταδικάστηκαν σε αποκλεισμό και απομόνωση και σε ό,τι αυτά συνεπάγονταν για τη ζωή τους. Παράλληλα είναι μια καταγγελία που μπορεί να διαβαστεί σήμερα και σε σχέση με τη σύγχρονη μετανάστευση και προσφυγιά. Έτσι, εκτός του ότι φωτίζεται αυτό το (άγνωστο στους σημερινούς εφήβους) κομμάτι της ιστορίας, παρέχονται και πολλές δυνατότητες αξιοποίησης στο σήμερα. Χαρακτηριστική είναι η συγκλονιστική και επίκαιρη περιγραφή του Έλληνα μετανάστη το 1960 (όταν περνάει τον ιατρικό έλεγχο) σε ένα κείμενο όπου το παλιό γίνεται σύγχρονο και το εθνικό παγκόσμιο: «Σου είπα. Στο παζάρι ήμουνα, σαν που αγοράζουμε γάιδαρο. Ζωντανό ήμουνα, δεν ξέρω τι ήμουνα, άνθρωπος, όμως, ξέρω πως δεν ήμουνα. Να θες να τους χωρίσεις και να λες πως δίκιο έχουν οι άνθρωποι που μας ψαχουλεύουν. Αν ήθελες ν' αγοράσεις ένα ζωντανό, δε θα το ’ψαχνες; Άντε άντε, ό,τι να ’ναι θα ’παιρνες; Θα το ’ψαχνες. Και δε θα έπαιρνες το άρρωστο, ούτε λόγος. Μόνο που αυτό το ζώο που τώρα ψαχουλεύεις είναι άνθρωπος! Κατάλαβες; Αυτοί το ξέχασαν. Εσύ όμως, όσο να το θες, δε γίνεται να ξεχάσεις πως είσαι άνθρωπος!». Αν και στις μέρες μας έχει γίνει πρόοδος, οι κοινωνίες έχουν συνειδητοποιήσει ότι αυτά που περιγράφονται στο βιβλίο πρέπει να αλλάξουν, τα δικαιώματα μεταναστών και προσφύγων αναγνωρίζονται σε διεθνείς συμβάσεις, ωστόσο, στην πράξη, οι σχετικές προβλέψεις δεν ανταποκρίνονται και δεν καλύπτουν τις ανάγκες των ανθρώπων αυτών, αν και όποτε εφαρμόζονται. Το βιβλίο μπορεί να αφυπνίσει και να ευαισθητοποιήσει τους εφήβους που θα το διαβάσουν καλλιεργώντας πνεύμα κατανόησης και δίνοντας ευκαιρίες για σκέψη και προβληματισμό πάνω στο μεταναστευτικό/προσφυγικό ζήτημα. 

Στον αντίποδα της αντιμετώπισης των μεταναστών σε πολιτικό επίπεδο η συγγραφέας τοποθετεί τις δυνατές σχέσεις που αναπτύσσονται ανάμεσα στους ανθρώπους με τους οποίους σχετίζεται ο Βαγγέλης, μια συντροφιά τεσσάρων εργατών, συγκατοίκων (από Ελλάδα, Ιταλία και Τουρκία) σε ένα βρόμικο και κρύο δωμάτιο που από την πρώτη κιόλας στιγμή βοηθούν και συμπαραστέκονται ο ένας στον άλλο, σαν να είναι οικογένεια. Χαρακτηριστικό είναι το επεισόδιο στο οποίο, όταν ένας από αυτούς, ο Μεχμέτ από την Τουρκία, χάνει τη δουλειά του, οι υπόλοιποι, αν και οι ίδιοι σε μεγάλη ανάγκη, όχι μόνο τον συντηρούν για όσο χρειάζεται, αλλά πληρώνουν και δικηγόρο χωρίς καν να του το πουν και χωρίς οποιαδήποτε στιγμή να κάνουν πίσω. Ο ήρωας δύο φορές βάζει τις δικές του ανάγκες σε δεύτερη μοίρα προκειμένου να σώσει τον Μεχμέτ.  

Θα έλεγε κανείς πως αυτή η ιδεαλιστική, ρομαντική προσέγγιση των σχέσεων των τεσσάρων συντρόφων, η απόλυτη αλληλοκατανόηση, με την οποία λειτουργούν από την αρχή, η ευκολία με την οποία συνδέονται και αγαπιούνται, χωρίς ποτέ αυτό να αμφισβητείται ή να απειλείται, είναι κάπως εξεζητημένη, πλαστή. Από την άλλη, σε αυτή τη συντροφιά ανθρώπων από άλλες φυλές, κουλτούρες και θρησκείες, θα μπορούσαμε να δούμε ένα πρότυπο ανεκτικότητας, ειρηνικής συνύπαρξης και αλληλεγγύης. Ίσως μια αντι-πρόταση της συγγραφέα για κάθε περίπτωση που ο άνθρωποι έρχονται αντιμέτωποι με μια κοινωνική και πολιτική αναλγησία: ένωση, αλληλοϋποστήριξη, αγάπη. Πάντως, κατορθώνει να πείσει για την αλήθεια των σχέσεων παρουσιάζοντας τους ήρωες ως σκεπτόμενους ανθρώπους που συνειδητά επιλέγουν το καλό και που η ανάγκη να συνυπάρξουν μέσα σε ένα αφιλόξενο και εχθρικό περιβάλλον τούς οδηγεί να δημιουργήσουν εκείνοι τις συνθήκες ασφαλείας που θα τους βοηθήσουν να επιβιώσουν. Το βιβλίο γίνεται ένας οδηγός επιβίωσης σε τόπους και χρόνους όπου το παιχνίδι παίζεται χωρίς κανόνες (δηλαδή χωρίς δικαιώματα). Όταν δεν υπάρχει τίποτα, έχουμε ο ένας τον άλλο, μοιάζει να λέει η συγγραφέας. 

Οι επιλογές της Σουρέλη, που πάνω από όλα πιστεύει βαθιά στην ανθρωπιά, συνδέονται φυσικά με το χριστιανικό πνεύμα που χαρακτηρίζει τα βιβλία της. Η επιλογή της εικόνας της Παναγίας ως κεντρικού στοιχείου πλοκής το φανερώνει καθαρά: η εικόνα γίνεται το εισιτήριο του Βαγγέλη για να μπορέσει να φύγει ανήλικος στη Γερμανία και αργότερα, με την επιθυμία του να την ανακτήσει, γίνεται ο τρόπος για να εξελιχθεί ο χαρακτήρας του μέσα από διαδοχικές ματαιώσεις και πολλή προσπάθεια, σκέψη και εσωτερική αναζήτηση. Είναι τόσο μεγάλη η αξία της εικόνας για τον ήρωα που ποτέ –ακόμη και μετά από συνεχείς αποτυχίες να την πάρει πίσω– δεν κάμπτεται η επιθυμία και η ανάγκη του να την κρατήσει στα χέρια του και να την επιστρέψει στη θέση της. Ενδιαφέρουσα εδώ η εσωτερική πάλη που γίνεται ανάμεσα στο να χρησιμοποιήσει τα με τεράστιο κόπο μαζεμένα χρήματά του για να πάρει πίσω την εικόνα ή να βοηθήσει τον φίλο του Μεχμέτ, ο οποίος αντιμετωπίζει τη μια κακοτυχία μετά την άλλη. Μέσα από την απάντηση σε αυτό το δίλημμα υπογραμμίζεται ότι η αξία του ανθρώπου βρίσκεται πάνω από κάθε θρησκεία, πίστη ή φυλή. Κι αν οι θρησκείες είναι διαφορετικές, ο θεός είναι ένας και ενώνει όλους τους ανθρώπους [βλ. απόσπασμα 1]. Η συγγραφέας Λότη Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου λέει σχετικά*: «Η Γαλάτεια είναι βαθύτατα θρησκευόμενος άνθρωπος. Η βαθιά χριστιανική της πίστη διαφαίνεται σε όλα τα λογοτεχνικά της έργα – το γράφεις ό,τι είσαι και είσαι ό,τι γράφεις είναι ρήση γνωστή και αδιαμφισβήτητη. Ωστόσο, ούτε για μια στιγμή δεν ολισθαίνουν προς τον διδακτισμό, ούτε σε μια παράγραφο δεν παύουν να είναι πρώτα απ’ όλα λογοτεχνία». 

Το βιβλίο είναι επίκαιρο και σημαντικό και για τους παρακάτω λόγους: 

α) Υπογραμμίζει την ανάγκη της κοινωνικής/ατομικής ευθύνης και πρωτοβουλίας εκεί που η πολιτική ευθύνη απουσιάζει. Στέλνει το μήνυμα στον νεαρό αναγνώστη να αναλάβει προσωπική ευθύνη και να πιστέψει στη δύναμη των συλλογικοτήτων και να μην επαναπαύεται στη μοιρολατρία και στην απόδοση ευθυνών στους άλλους. Ενισχύει το αγωνιστικό πνεύμα, τη συλλογική προσπάθεια και την ελπίδα μέσα από την ενεργοποίηση και την ανάληψη δράσης, όπως ακριβώς κάνουν τόσο η ομάδα των τεσσάρων συντρόφων όσο και η ομάδα των Ελλήνων φοιτητών που έρχονται σαν από μηχανής θεοί και βοηθούν τον Βαγγέλη και τη συντροφιά του κυριολεκτικά με ό,τι έχουν στα χέρια τους [βλ. απόσπασμα 2]. 

β) Τονίζεται η σημασία της γλώσσας για την ενσωμάτωση σε μία κοινωνία αλλά και η ανάγκη της σύνδεσης με τη χώρα προέλευσης πάλι μέσω της γλώσσας. Πολύ συχνά οι ήρωες σχολιάζουν το γεγονός ότι δεν υπήρχε πουθενά πρόβλεψη οι Έλληνες γκασταρμπάιτερ να μάθουν γερμανικά για να μπορέσουν να ζήσουν σαν άνθρωποι στο νέο περιβάλλον και καταβάλλουν κάθε προσπάθεια να τα μάθουν προκειμένου να επιβιώσουν [βλ. απόσπασμα 3]. Μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος για τα παιδιά που ακολουθούν τους μετανάστες γονείς τους αφού μπορεί να οδηγηθούν σε αναλφαβητισμό αποκλεισμένα και από τις δύο γλώσσες (αυτή η αγωνία οδηγεί την μικρή κοινωνία του Βαγγέλη να φτιάξει μια βιβλιοθήκη κι αργότερα ένα σχολείο – κάτι που συνέβη άλλωστε και στην πραγματικότητα). 

γ) Ξεχωρίζει η σύνεση και η μετριοπάθεια με την οποία ερμηνεύονται τα γεγονότα. Το βιβλίο αποτελεί μία ψύχραιμη φωνή –που εκλείπει συχνά– και βασίζεται στη συνολική θεώρηση και τον έλεγχο της κάθε πλευράς της ιστορίας. Έτσι, όταν πέφτει βαρύ το κατηγορώ για τη συμπεριφορά των απλών Γερμανών πολιτών απέναντι στους γκασταρμπάιτερ, τα πράγματα μπαίνουν στη θέση τους [βλ. απόσπασμα 4]. Οι ευθύνες μοιράζονται και ο καθένας αναλαμβάνει τη δική του. Το βιβλίο δεν είναι μια απλή καταγγελία, μια επίθεση κατά παντός υπευθύνου, αλλά αντίθετα μια προσπάθεια ερμηνείας της ιστορίας, των γεγονότων, των ανθρώπων και πρόταση-οδηγός για το πώς μπορεί να σταθεί ο άνθρωπος απέναντι σε αυτά. Έτσι, η επιλογή από τη συγγραφέα του Χανς, ενός καλού Γερμανού άντρα που λειτουργεί καταλυτικά στο να λυθούν τα μεγάλα εμπόδια στη ζωή αυτών των γκασταρμπάιτερ, δεν είναι τυχαία. Κανενός είδους ρατσισμός δε χωράει εδώ. Ο καθένας κρίνεται από τις πράξεις του και όχι από τα στοιχεία της ταυτότητάς του, την εθνικότητα ή τη θρησκεία του. Θα μπορούσε εύκολα ένας Γερμανός να γίνει ο αποδιοπομπαίος τράγος, αυτός που θα συγκεντρώσει όλη την ευθύνη, αντίθετα επιλέγεται για να δώσει τη λύση, να βοηθήσει και να στείλει το μήνυμα του στοχασμού, της κριτικής σκέψης, της συγχώρεσης. Είναι μια ωραία και πολυσήμαντη επιλογή [βλ. απόσπασμα 5].  

Συμπερασματικά, το βιβλίο θέτει πέρα και πάνω από όλα την αξία του ανθρώπου και το δικαίωμά του στην ελευθερία. Σε αντιδιαστολή με το τοπικό στοιχείο (η ελληνική ορεινή επαρχία και η λαϊκή παράδοση είναι αναπόσπαστο μέρος του βιβλίου) που μπορεί να δίνουν την εντύπωση μακρινού και φολκόρ σε έναν σημερινό έφηβο, η συγγραφέας κατορθώνει να χωρέσει σε ένα δωμάτιο τη συνύπαρξη τεσσάρων ανθρώπων, προερχόμενων από τρία διαφορετικά μέρη και θρησκείες, με εντελώς διαφορετικές καταβολές, υπόβαθρο και προοπτική. Οι τέσσερίς τους δημιουργούν μια μικρή πολυπολιτισμική κοινότητα στη βάση του πλουραλισμού, της ανεκτικότητας και της αλληλεγγύης, που αντιμάχεται τις διακρίσεις, σέβεται και υπερασπίζεται τη διαφορετικότητα και λειτουργεί στην πράξη ως τόπος όπου τα σύνορα καταργούνται. Τα στοιχεία αυτά σε συνδυασμό με τη δύναμη της αφήγησης και το άγνωστο σε πολλούς ιστορικό γεγονός στο οποίο αναφέρεται, κάνουν το Παιχνίδι χωρίς κανόνες ένα βιβλίο και επίκαιρο και ουσιαστικό. 

*Πηγή: «Γαλάτεια Γρηγοριάδου-Σουρέλη: μια χειμαρρώδης και ακούραστη δημιουργός», lotypetrovits.blogspot.com

 
Παραπομπές
 
Απόσπασμα 1 
Πάει ν’ αρχίσει ο Βαγγέλης, κουνάει το κεφάλι ο Τζόρτζιο. Δεν καταλαβαίνει ο Βαγγέλης. Μα ο Τζόρτζιο αρχίζει με μισόκλειστα μάτια κάτι να μουρμουρίζει. Μουρμουρίζει κι ο Μεχμέτ. Μισοκλείνει κι ο Βαγγέλης τα μάτια, συγκεντρώνεται και λέει σιγά το Πάτερ Ημών. Ο Θεός σκύβει και χαϊδεύει τα τρία τούτα σκυμμένα κεφάλια.
Τρώνε με βουλιμία. Ζεστάθηκαν, στυλώθηκαν, μα δε χόρτασαν. Η σειρά του Βαγγέλη να ψάξει στη βαλίτσα του. Βγάζει μια χούφτα κάστανα, απ’ αυτά που κουβάλησε απ' την πατρίδα, τα χαρακώνει, τα βάζουν πάνω στο μάτι, ψήνονται, γεμίζει το δωμάτιο μυρουδιές. Όπως είναι κοντά τα μοιράζονται, μοιάζουν ίδια ατάιστα παιδιά, τα μάγουλά τους έχουν κοκκινίσει, τα μάτια τους αστράφτουν. Ξεχνάν το γυμνό δωμάτιο, τα κασόνια, τις λερές κουβέρτες. Το ραδιόφωνο παίζει σιγά. Ζέστα υπάρχει. Συντροφιά υπάρχει. Αλίμονο στον έναν. Μα απόψε ο ένας γίνηκε τρεις.
 
Απόσπασμα 2 
– Καλά η γυναίκα και ο άντρας. Μα τα παιδιά δεν έπρεπε τόσα χρόνια εδώ, στη Γερμανία, να μάθουν τη γλώσσα, αγανάχτησε η Σοφία.
– Καλέ, μόνο γερμανικά τα παιδιά δεν ξέρουν; Και τα ελληνικά τα ξέχασαν. Ελληνικά σχολεία δεν υπάρχουν εδώ, οι γονείς εργάζονται, φεύγουν, στα γερμανικά σχολεία φοβούνται να τα στείλουν, να μην αφομοιωθούν με τους Γερμανούς, σαν σε γκέτο ζούνε.
– Και τι θα γίνει; ρώτησε αγριεμένος ο Αλέξανδρος. Σαν έρθει η ώρα να επιστρέψουν στην πατρίδα, δε θα ξέρουν γράμματα να δουλέψουν κάπου. Τι θα γίνουν αυτά τα ελληνόπουλα, που θα ’ναι ξένα στην ίδια τους την πατρίδα;
Όλοι βουβάθηκαν. Μια απειλή τη νιώθαν πως υπήρχε στο δωμάτιο.
– Φταίει το κράτος! Φταίει η εκκλησία, φταίει το σύστημα! ο Αλέξανδρος έσπασε τη σιωπή. Σας το έχω ξαναπεί: το σύστημα...
– Άκουσε, Αλέξανδρε, είπε σοβαρά ο Δημήτρης. Εγώ ψήφισα στις εκλογές. Άρα είμαι κράτος. Βαφτισμένος είμαι, άρα είμαι εκκλησία. Ανήκω σ’ αυτό το σύστημα το σημερινό, άρα είμαι το σύστημα.
– Που σημαίνει πως φταις εσύ! έφριξε η Λυδία με τον τερατώδη συλλογισμό.
– Δεν μπορώ να πω πως φταίω, αλλά πρέπει να σκεφτώ τι μπορώ ΕΓΩ να κάνω. Κι όσο το σκέφτομαι, δε βλέπω να μπορώ να κάνω τίποτα.
 
Απόσπασμα 3 
Έλα, Τζιόρτζιο, κάτσε. Αγόρασα χαρτί και μολύβι. Γράψε μου πώς λένε στη γλώσσα σου το «καλημέρα», «τι κάνεις;», «χιονίζει έξω», «είμαι πολύ μόνος». Γιατί, Τζιόρτζιο, να ξεπεράσουμε τη μοναξιά μας χωρίς τη γλώσσα δε γίνεται. Έλα, λοιπόν. Κάτσε κι εσύ, Τούρκε αδερφέ, να μάθεις το «μπόνα σέρα», να μου πεις το «καλησπέρα» στη δικιά σου γλώσσα, να, στη δικιά μου «καλησπέρα» το λέμε, το ε μ’ ανοιχτά τα χείλια, μη μας πάρει ο ύπνος απ’ την κούραση πάνω στο χαρτί, όχι, άσε τούτο το τετράδιο, είναι οι γερμανικές λέξεις που κάθε μέρα μαθαίνω και καταγράφω, έξω βογκούν οι στέγες απ’ το χιόνι... Πώς το ’πες αυτό; «Αγιούτο». «Βοήθεια» το λένε στη γλώσσα μου. «Βοήθεια» άνθρωποι μη χαθούμε... Αγιούτο, κι άλλη άνοιξη ήρθε, που ούτε το καταλάβαμε, κι άλλο καλοκαίρι, ξανά το χιόνι... Αγιούτο, αδερφέ Τζιόρτζιο, Μεχμέτ, σου εξήγησα πως εκείνο το χοντρό τετράδιο είναι για τις γερμανικές λέξεις. Κουραστήκαμε, κλείστε το φως μήπως κι ονειρευτώ, ακριβά τα όνειρα και στον ύπνο ακόμα δεν έρχονται…
 
Απόσπασμα 4
– Τι φταίνε οι άνθρωποι, Γιώργη; Τι φταίνε οι έρμοι; Δε μας ξέρουνε. Δε μας περίμεναν. Μηχανές αυτοί ζήτησαν, μηχανές τούς χρειάζονταν. Κι ήρθαν πεσκέσι άνθρωποι. Ούτε αυτοί που μας στείλανε ούτε αυτοί που μας παρέλαβαν κατάλαβαν το λάθος. Τη μηχανή τη δουλεύεις. Τους ανθρώπους, Γιώργη, τι να τους κάνεις; απάντησε με ήρεμη φωνή.
 
Απόσπασμα 5
– Είμαι μ’ όποιον είναι εντάξει. Και είναι εντάξει οι Γερμανοί;
– Για όλους δεν ξέρω, για το Χανς πέφτω στη φωτιά Είναι σπαθί παιδί. Ενώ οι Έλληνες στην πλειοψηφία είναι άγγελοι!
– Η πλειοψηφία όμως... κάγχασε ο Κώστας.
Μετά ηρέμησε.
– Ρε Βαγγέλη, μπόι έχεις, μυαλό δεν έχεις; Σε κάθε τόπο είναι καλοί και κακοί. Τώρα θα το μάθεις; 
– Μα εδώ μας εκμεταλλεύονται...
– Πάψε, μωρέ, να τσαμπουρνάς συνθήματα ετοιματζίδικα. Τη δουλειά τους κάνουν οι άνθρωποι. Στο κάτω κάτω πες πως τους ξεγελάσαμε κιόλας εμείς οι Έλληνες. Μηχανές ζητήσανε, ανθρώπους τους έστειλε η πατρίδα μας. Και μάλιστα χωρίς προσπέκτους, όπως γίνεται, όταν στέλνουμε τις μηχανές. Γιατί λοιπόν να πω «φταίνε οι Γερμανοί»; Ή τουλάχιστον μόνο οι Γερμανοί; Άσε που σ’ αυτό το αλισιβερίσι δεν πήραν μέρος πάρα πολλοί Γερμανοί, όπως δεν πήραν μέρος και πάρα πολλοί Έλληνες. 
– Οι Γερμανοί όμως..., πεισμωμένα πήγε να συνεχίσει την κουβέντα ο Βαγγέλης.
– Οι Γερμανοί είναι ένας λαός με τα καλά του και τα στραβά του. Είναι άνθρωποι σαν κι εμένα και σαν εσένα, γιατί κι εγώ είμαι καλός και κακός κι εσύ είσαι το ίδιο. Ή μπας κι είσαι χερουβείμ;
– Δε θα χρειαστούν αυτά, γιατί σωστά επισημάνατε πως είναι άχρηστα. Έγραψα στη μητέρα μου και θα μας στείλει βιβλία. Μείνανε άφωνοι.
– Δηλαδή προχωρεί η βιβλιοθήκη! Δηλαδή, πρέπει να ετοιμάσουμε την αποθήκη, γιατί σκεφτείτε να ’ρθουν τα βιβλία και να είναι άστεγα. 
– Να στείλω δυο εργάτες, δειλά πρότεινε ο Χανς.
Κούνησε το κεφάλι ο Αλέξανδρος. Αρκετά έκανες. Τώρα πρέπει να δουλέψουμε γι’ αυτό τον χώρο εμείς.
– Έχετε δίκιο, παιδιά. Θα δουλέψετε εσείς προσωπικά.
– Γιατί, εσύ έχεις λουμπάγκο; ο Στέφανος ρώτησε γελώντας. Δε θα ’ρθεις να βοηθήσεις; Έχεις να πατήσεις δουλειά, φουκαριάρη μου!
Στράψαν τα μάτια του Χανς. Είχε φοβηθεί πως τον νιώθανε, όσο να πεις, ξένο. Ο Γερμανός πάντα για τον Έλληνα είναι ...
– Ευχαριστώ, παιδιά, είπε αυθόρμητα.
 
Η Άρτεμις Μάνου είναι φιλόλογος και θεατροπαιδαγωγός.
 
Προηγούμενο
Επόμενο


Page generated: 04/10/2024 13:30:38