Αγαθή Δημητρούκα - Ο Χρυσάνεμος
Ένα χρυσονήσι, όπου τα πάντα είναι σκεπασμένα από χρυσάφι, εκτός από τους τοίχους των σπιτιών, που παραμένουν κάτασπροι.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Μια φορά κι έναν καιρό, σ’ ένα μοναχικό νησάκι, από το πρωί άρχισε να φυσάει ένας δυνατός αέρας, ένας άνεμος. Μα τα νησιά συχνά τα δέρνουν οι ανέμοι, γι’ αυτό και οι κάτοικοι δεν ανησύχησαν. Απλώς, για να μην τους πάρει ο αέρας και τους ρίξει στη θάλασσα, κλειδαμπαρώθηκαν στα σπίτια τους. Ο άνεμος φυσομανούσε όλη τη μέρα κι όλη τη νύχτα: ένα ολόκληρο εικοσιτετράωρο. Κι όταν πια το φύσημά του δεν ακουγόταν πουθενά, οι νησιώτες άρχισαν ν’ ανοίγουν πόρτες και παράθυρα.
ΠΡΩΤΟΣ ΝΗΣΙΩΤΗΣ: Αμάν! Τι βλέπουν τα ματάκια μου;
ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΝΗΣΙΩΤΗΣ: Τι θέαμα!
ΤΡΙΤΟΣ ΝΗΣΙΩΤΗΣ: Τι λάμψη!
ΠΡΩΤΗ ΝΗΣΙΩΤΙΣΣΑ: Κοντεύουμε να τυφλωθούμε!
(Εμφανίζεται ο Δήμαρχος με τον Γραμματέα του.)
ΔΗΜΑΡΧΟΣ: Τι συμβαίνει εδώ;
ΠΡΩΤΟΣ ΝΗΣΙΩΤΗΣ: Όλα είναι σκεπασμένα από χρυσάφι, Δήμαρχε!
ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ: Μήπως είναι χρυσόσκονη που σκορπάνε οι νεράιδες των παραμυθιών;
ΠΡΩΤΟΣ ΝΗΣΙΩΤΗΣ: Όχι, είναι αληθινό χρυσάφι, που έχουν οι χρυσοχόοι!
ΔΗΜΑΡΧΟΣ: (Προς το κοινό.) Καλά, τόσο τυχερός είμαι; Τόσο γουρλής; Δε λέω, είχα τάξει στους νησιώτες πως, αν με ψήφιζαν, θα έκανα το νησί πηγή πλούτου! Αλλά τόσο χρυσάφι; Ούτε ο Μίδας να ’μουνα! Μα, για στάσου! Μύδας δε λέγομαι κι εγώ;
(Μπαίνει ο Αστυνόμος με δύο Αστυνομικούς και έναν Αγροφύλακα.)
ΑΣΤΥΝΟΜΟΣ: (Από μακριά.) Ναι, αλλά από τα μύδια!
ΔΗΜΑΡΧΟΣ: Αστυνόμε, πρέπει να βρούμε έναν τρόπο να αντιμετωπίσουμε το έκτακτο αυτό φαινόμενο.
ΑΣΤΥΝΟΜΟΣ: Δήμαρχε, άσ’ το πάνω μου! (Προς τους Αστυνομικούς) Όργανα!
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΙ: Διατάξτε, κύριε Αστυνόμε!
ΑΣΤΥΝΟΜΟΣ: (Μαζεύεται όλος ο κόσμος γύρω του.): Δεν ξέρω από πού έφερε ο αέρας όλο αυτό το χρυσάφι αλλά, τώρα, το νησί μας είναι το πιο πλούσιο μέρος του κόσμου. (Ακούγονται «ναι», «ναι» και επευφημίες)Θα προσπαθήσουμε να το κρατήσουμε μυστικό, ωστόσο, τίποτα δε μένει κρυφό κάτω από τον ήλιο. Αργά ή γρήγορα όλοι θα το μάθουν.
ΔΗΜΑΡΧΟΣ: Πολλοί άνθρωποι θα ζηλέψουν την τύχη μας και πολλοί θα θελήσουν να δουν αυτό το παράξενο φαινόμενο.
ΑΓΡΟΦΥΛΑΚΑΣ: Πρέπει να έχουμε τα μάτια μας δεκατέσσερα.
ΠΡΩΤΟΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ: Ώσπου να μάθουμε τι ακριβώς συνέβη και γιατί…
ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ: …δε θα επιτρέψουμε σε κανέναν ξένο να πατήσει στο νησί μας.
ΑΣΤΥΝΟΜΟΣ: Θα σκορπιστείτε όλοι γύρω στις ακτές και θα φυλάτε ακοίμητοι φρουροί. Σύμφωνοι;.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΙ και ΑΓΡΟΦΥΛΑΚΑΣ: Σύμφωνοι! Σύμφωνοι!
(Φεύγουν όλοι.)
(Οι πολίτες, εντωμεταξύ, αρχίζουν να ξεθαρρεύουν και να βγαίνουν από τα σπίτια τους. Θαμπωμένοι, όμως, από τη γυαλάδα που βγάζει όλο αυτό το χρυσάφι γύρω τους, ζαλίζονται, παραπατάνε και πέφτουν. Κι όπως είναι πεσμένοι πλάι σε ανθόκηπους και παρτέρια, απλώνουν το χέρι τους να κόψουν ένα λουλούδι κι αυτό είναι χρυσό, σαν χρυσαφί χρυσάνθεμο. Ακουμπάνε τις παλάμες τους για να στηριχτούν και να σηκωθούν, και γεμίζουν οι χούφτες τους μικρές χρυσές πετρούλες. Κοιτάζουν από δω και από κει, και μόνο οι τοίχοι των σπιτιών τους έχουν απομείνει κάτασπροι. Οι στέγες και τα πορτοπαράθυρα είναι μέσα στο χρυσάφι. Βέβαια, όταν κοιτάζουν λίγο πιο μακριά, βλέπουν τη θάλασσα να παραμένει γαλάζια και τα καραβάκια της χρωματιστά. Ένα πλατύ χαμόγελο ζωγραφίζεται στο πρόσωπο όλων, λες και το κατάλαβαν όλοι μαζί, και αναφωνούν):
ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ: Είμαστε πάμπλουτοι!.
ΠΡΩΤΗ ΝΗΣΙΩΤΙΣΣΑ: Να πάμε στα μαγαζιά!
ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΝΗΣΙΩΤΗΣ: Ναι, να ψωνίσουμε.
ΔΕΥΤΕΡΗ ΝΗΣΙΩΤΙΣΣΑ: Εγώ θα πάρω όλα τα φορέματα…
ΤΡΙΤΗ ΝΗΣΙΩΤΙΣΣΑ: Εγώ, όλα τα παπούτσια και τις τσάντες…
ΤΡΙΤΟΣ ΝΗΣΙΩΤΗΣ: Εγώ θα πάρω έναν υπολογιστή…
ΤΕΤΑΡΤΟΣ ΝΗΣΙΩΤΗΣ: Μόνο έναν; Εγώ θα πάρω δέκα!
ΠΡΩΤΟΣ ΜΑΓΑΖΑΤΟΡΑΣ: Πάρτε ό,τι θέλετε! Δωρεάν!
ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΜΑΓΑΖΑΤΟΡΑΣ: Με τόσο χρυσάφι γύρω μας, τα χιλιάδες ευρώ που δώσαμε για να γεμίσουμε τα μαγαζιά μας με εμπορεύματα, μας φαίνονται τώρα ψωρο-ευρώ και πενταροδεκάρες.
ΠΡΩΤΟΣ ΜΑΓΑΖΑΤΟΡΑΣ: Ας είναι καλά ο αέρας ο χρυσός!
ΜΙΑ ΦΩΝΗ: Να τον λέμε Χρυσάνεμο!
ΦΩΝΕΣ: Ναι, ναι! Χρυσάνεμο!
(Ντύνονται όλοι με χρώματα της χαράς και ξεχύνονται στους δρόμους σαν να γίνεται καρναβάλι ή κάποια γιορτή αφιερωμένη στον αρχαίο θεό Διόνυσο, που φορούσε χρυσό στεφάνι αμπέλου στα μαλλιά του. Και δεν τους νοιάζει που κάθε λίγο και λιγάκι γλιστράνε και πέφτουν. Ξανασηκώνονται με περισσότερο κέφι. Έχουν αποφασίσει να γιορτάσουν τον αέρα τους και του τραγουδούν.)
ΝΗΣΙΩΤΙΣΣΕΣ: Χρυσάνεμε, Χρυσάνεμε,
στην αγκαλιά σου βάνε με
το πρόσωπό μου να θωρώ
στο στήθος σου το λαμπερό!
ΝΗΣΙΩΤΕΣ: Χρυσάνεμε, Χρυσάνεμε,
χρυσό φεγγάρι κάνε με
σ’ ένα μπαλκόνι να σταθώ
να δω εκείνη π’ αγαπώ!
ΠΟΥΛΙΑ: Χρυσάνεμε, Χρυσάνεμε,
σε χρυσαπόχη πιάνε με
κάθε πρωί να μ’ ακουμπάς
σε άλλο δέντρο της χαράς!
ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Έτσι πέρασε η πρώτη μέρα και το πανηγύρι συνεχίστηκε ξέφρενο όλη τη νύχτα. Μόλις, όμως, ο ήλιος της επόμενης μέρας άρχισε να βγαίνει, οι νησιώτες μας, αποκαμωμένοι, δεν άντεξαν ούτε στιγμή το λαμπύρισμα του χρυσαφιού γύρω τους και χώθηκαν μέσα στα σπίτια και στα κρεβάτια τους. Κι αυτό καθιέρωσαν σαν καθημερινό τους πρόγραμμα: Να κοιμούνται την αυγή, να ξυπνάνε το μεσημέρι, και να βγαίνουν λίγο πριν το σούρουπο, για να μην τους τυφλώνει η αντηλιά. Εξάλλου, η νύχτα σ’ εκείνο το νησί ήταν το ίδιο φωτεινή όπως η μέρα σε άλλα μέρη. Και η χαρά των νησιωτών, αστείρευτη. Να φανταστείτε, σε όλα τα νεογέννητα και στα παιδιά που δεν είχαν ακόμα βαφτιστεί, τους έδιναν ονόματα που περιείχαν το χρυσό: Χρυσή, Χρυσούλα, Χρύσα, Χρυσάνθη, Χρυσαυγή βάφτιζαν τα κορίτσια και Χρυσό, Χρύσανθο και Χρύσιππο τα αγόρια. Αλλά εκεί που γινόταν ο χαμός, ήταν με τα επώνυμα. Όλοι θέλανε να βάλουν το χρυσό μπροστά και μετατρέπονταν π.χ. ο Βεργής σε Χρυσοβέργη, ο Λουρής σε Χρυσολούρη, ο Βουνής σε Χρυσοβούνη, ο Ανθίδης σε Χρυσανθίδη, ο Παγίδας –αυτό μάλλον ήταν παρατσούκλι– σε Χρυσοπαγίδα και πάει λέγοντας. Κάποιοι άλλοι άλλαζαν τα επώνυμά τους με το έτσι θέλω και ονομάζονταν πια Χρυσοί, Χρυσάκηδες, Χρυσικοί, Χρυσικόπουλοι, Χρυσανθόπουλοι, Χρυσανθακόπουλοι και άλλα τέτοια. Ούτε τα τοπωνύμια δεν έμειναν ίδια. Η Πηγή έγινε Χρυσοπηγή, ο Μύλος έγινε Χρυσόμυλος, ακόμα και το Λιμάνι έγινε Χρυσολίμανο. Όλοι οι νησιώτες μιλούσαν για τη χρυσή εποχή του νησιού τους, κι ανάμεσά τους κάποιοι αρχαιόπληκτοι διανοούμενοι προφήτευαν «τον χρυσούν αιώνα της νήσου της εκλεκτής».
ΑΦΗΓΗΤΡΙΑ: Συνήθως, όμως, τα παράξενα φαινόμενα τα ακολουθούν και παράξενα προβλήματα. Και το πρώτο πρόβλημα δεν άργησε να φανεί: Τέλειωσαν τα τρόφιμα σε σπίτια και μαγαζιά! Τέλειωσαν και οι ζωοτροφές! Ούτε οι άνθρωποι ούτε τα ζώα τους είχαν κάτι να φάνε. Βλέπετε, οι κήποι και όλες οι καλλιεργήσιμες εκτάσεις του νησιού είχαν σκεπαστεί από χρυσάφι. Και καθώς είχαν κάνει τη μέρα νύχτα και τη νύχτα μέρα, δεν μπορούσαν να πάρουν τα καΐκια τους και να πάνε να τα φορτώσουν με προμήθειες στα γύρω νησιά. Δε συνέπιπταν οι ώρες. Αλλά δεν μπορούσαν να μείνουν και νηστικοί ή, για να τρώνε κάτι, να σφάζουν όλα τα μοσχάρια, τα γουρούνια, τα κατσίκια, τ’ αρνιά, τα κοκόρια και τις κότες τους, που μόνο κακάριζαν χωρίς να κάνουν αυγά ούτε κανονικά ούτε χρυσά. Τόσο κρέας θα τους έκανε κακό στην υγεία τους.
ΔΗΜΑΡΧΟΣ: (Τηλεφωνεί.) Αστυνόμε, σε χρειάζομαι επειγόντως. Πρέπει να με βοηθήσεις!
ΑΣΤΥΝΟΜΟΣ: Συνέβη τίποτα καινούριο;
ΔΗΜΑΡΧΟΣ: Οι νησιώτες μου αντιμετωπίζουν πρόβλημα σίτισης! Δεν έχουν τι να φάνε. Δεν υπάρχει τίποτα στο νησί.
ΑΣΤΥΝΟΜΟΣ: Και τι σκέφτεσαι να κάνεις;
ΔΗΜΑΡΧΟΣ: Θα συνεννοηθώ με τον δήμαρχο του πιο κοντινού σ’ εμάς νησιού να μας στέλνει καθημερινά τις απαραίτητες προμήθειες: από τη μια ζωοτροφές κι από την άλλη, ψωμί, ζυμαρικά, όσπρια, δημητριακά, φρούτα και λαχανικά, κρέατα και πουλερικά, ακόμα και ψάρια, όλα πρώτης ποιότητας, και θα του τα πληρώνω εγώ, και μάλιστα με το παραπάνω.
ΑΣΤΥΝΟΜΟΣ: Κι από μένα, τι θέλεις;
ΔΗΜΑΡΧΟΣ: Από σένα θέλω δύο πράγματα: να ελέγχεις αν θα μας τα στέλνουν σωστά όσα θα παραγγέλνουμε και να φροντίζεις μετά να μοιράζονται στους νησιώτες δίκαια.
ΑΣΤΥΝΟΜΟΣ: Έχε το λόγο μου, δήμαρχε! Πάω κιόλας να μιλήσω με το λιμενάρχη για τον έλεγχο…
ΔΗΜΑΡΧΟΣ: Έρχομαι κι εγώ. (Κλείνει το τηλέφωνο – προς τον κόσμο) Μπορεί να ήρθε ήδη το καράβι με τα τρόφιμα.
(Στο λιμάνι ξεφορτώνουν δέματα και κούτες, λέγοντας «Αυτό βάλ’ το πιο κει.» «Πιάσε!» «Πρόσεχε!» κλπ. – Φτάνει ο Δήμαρχος.)
ΔΗΜΑΡΧΟΣ: Γεια σας, παιδιά!
ΦΩΝΕΣ: Γεια σας!
ΑΣΤΥΝΟΜΟΣ: Γεια σου, Δήμαρχε!
ΔΗΜΑΡΧΟΣ: Πού είναι ο Καπετάνιος;
ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ: Εδώ είμαι κι εγώ!
(Χαιρετιούνται διά χειραψίας.)
ΔΗΜΑΡΧΟΣ: (Στον Καπετάνιο.) Αν μου φέρνεις τα καλύτερα προϊόντα για τους συμπολίτες μου, δε θα σε πληρώνω με ευρώ: θα σε πληρώνω με χρυσάφι. Και μάλιστα, τόσο όσο και το βάρος μου!». (Προς το κοινό.) Έτσι κι αλλιώς, τίποτα δε θα μου στοιχίσει. Τη μια θα κόβω ένα χρυσόδεντρο, την άλλη θα σπάω έναν χρυσόβραχο, κι όλοι οι νησιώτες θα λένε: «Κοίτα πώς μας φροντίζει ο Δήμαρχός μας! Πρέπει να τον ψηφίσουμε όλοι στις επόμενες εκλογές!».
ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ: Σύμφωνοι! (Προς το κοινό.) Κάθε φορά θα μου δίνει γύρω στα εκατό κιλά χρυσάφι! Απ’ αυτά εγώ θα δίνω τα δέκα στους εμπόρους για τα τρόφιμα και θα μοιράζω άλλα δέκα στους ναύτες μου, για να τους κλείνω το στόμα. Με τα ογδόντα κιλά που θα μου μένουν, σε λίγο καιρό θα γίνω Κροίσος!
ΑΣΤΥΝΟΜΟΣ: Δήμαρχε, το ξεφόρτωμα τελείωσε. Ανέβα τώρα στην πλάστιγγα να σε ζυγίσουμε και να πληρώσουμε τον άνθρωπο να φύγει.
ΔΗΜΑΡΧΟΣ: (Στον Καπετάνιο.) Καπετάνιε, έλα να δεις κι εσύ, να μη μας πεις ότι σε κοροϊδέψαμε.
ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ: Δήμαρχε, τα ’χεις τα παχάκια σου? εκατό κιλά, βαριά-βαριά!
ΔΗΜΑΡΧΟΣ: Να κόψουμε αυτόν το χρυσωμένο ευκάλυπτο και να σε πληρώσουμε. Θα ζυγίζει οπωσδήποτε εκατό κιλά!
ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ: Όχι! Όχι, ευκάλυπτο. Το ξύλο του είναι ελαφρό και μπορεί και το χρυσάφι του να μην τα πιάνει τα εκατό κιλά. Καλύτερα να κόψουμε ένα χρυσωμένο πεύκο!
(Κόβουν το πεύκο σε κομμάτια, το ζυγίζουν, το βγάζουν εκατό κιλά και το φορτώνουν στο καράβι. Χαιρετιούνται ευχαριστημένοι και ο καπετάνιος και οι ναύτες του σηκώνουν άγκυρα για να γυρίσουν στο νησί τους.)
ΔΗΜΑΡΧΟΣ: (Στον Καπετάνιο.) Στο καλό, Καπετάνιε! Κι αύριο πάλι! (Στον Αστυνόμο.) Ωραία, τα καταφέραμε!
ΑΣΤΥΝΟΜΟΣ: Ωραία, δε θα πει τίποτα! Εξαιρετικά!
ΔΗΜΑΡΧΟΣ: Θα πάω να μαζέψω τους νησιώτες στην πλατεία. Εσύ έλα με τα τρόφιμα, να τους τα μοιράσεις. (Φεύγει κι αρχίζει να φωνάζει.) Χρυσονησιώτες και Χρυσονησιώτισσες, μαζευτείτε στην πλατεία για τρόφιμα και ζωοτροφές!
(Οι Χρυσονησιώτες συγκεντρώνονται σε δυο σειρές. Ο Γραμματέας σημειώνει ονόματα –από αυτά που αναφέρθηκαν πιο πριν– και δέματα που μοιράζει ο Αστυνόμος. Ο Δήμαρχος καμαρώνει σαν… βλαχοδήμαρχος. Κάθε Χρυσονησιώτης, με το που παίρνει το δέμα του, γυρνάει σπίτι του. Τη στιγμή που έχουν φύγει όλοι και ο Δήμαρχος έχει μείνει μόνος του, χτυπάει το κινητό του.)
ΔΗΜΑΡΧΟΣ: Εμπρός!
ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ: (Ουρλιάζει.) Τι εμπρός! Δεν ντρέπεσαι που με κορόιδεψες;
ΔΗΜΑΡΧΟΣ: Τι λόγια είν’ αυτά; Ποιος είστε, κύριε;
ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ: Ποιος είμαι; Κάνεις πώς δε με γνωρίζεις, παλιοαπατεώνα!
ΔΗΜΑΡΧΟΣ: Μη βρίζετε, κύριε, και πείτε μου ποιος είστε!
ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ: Ο καπετάνιος είμαι, ρε, και με κορόιδεψες. Το χρυσάφι που μου ’δωσες, ήτανε κάλπικο.
ΔΗΜΑΡΧΟΣ: Τι; Πώς; – Τέλος πάντων, ηρεμήστε, και αύριο που θα ξανάρθετε, θα σας δώσουμε άλλο.
ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ: Θα έρθω πρωί πρωί!
ΔΗΜΑΡΧΟΣ: Θα σε περιμένω. (Προς το κοινό.) Άλλο και τούτο! Το χρυσάφι κάλπικο; Αποκλείεται!
ΠΟΥΛΙΑ: Χρυσάνεμε, Χρυσάνεμε,
σε χρυσαπόχη πιάνε με
κάθε πρωί να μ’ ακουμπάς
σε άλλο δέντρο της χαράς!
ΔΗΜΑΡΧΟΣ: Τι; Άρχισαν να κελαηδάνε τα πουλιά; Θα ξημερώσει! (Σχηματίζοντας έναν αριθμό στο τηλέφωνό του.) Πρέπει να προλάβουμε. – Ναι; Αστυνόμε, εσύ; Ναι, ναι, εγώ, ο Δήμαρχος. Με συγχωρείς, που σε ξυπνάω απ’ τα χαράματα, αλλά πρέπει να κατεβούμε στο λιμάνι. Όχι, δεν ήρθαν πειρατές. Αυτός ο παλαβός ο καπετάνιος είναι πάλι και δεν ξέρω τι συμβαίνει. Τρέχω εγώ, κι έλα κι εσύ…
(Στο λιμάνι.)
ΛΙΜΕΝΑΡΧΗΣ: (Στον Καπετάνιο.) Γιατί δε μας πετάς τον κάβο να τον δέσουμε στις δέστρες;
ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ: Ούτε δένω ούτε κατεβαίνω – κι όλα τα τρόφιμα θα τα πετάξω στη θάλασσα, έτσι και δεν κάνετε αυτό που θα σας πω!
ΔΗΜΑΡΧΟΣ: (Λαχανιασμένος.) Καλημέρα, Καπετάνιε!
ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ: Την καλή μέρα θα τη δούμε…
(Καταφτάνει και ο Αστυνόμος.)
ΑΣΤΥΝΟΜΟΣ: Τι έγινε, καπετάνιε;
ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ: Με κοροϊδέψατε! Το χρυσόδεντρο ήταν ψεύτικο. Πώς το λένε; Κάλπικο. Πλήρωσα τους εμπόρους με τα δέκα κιλά, έδωσα και στους ναύτες το μερίδιό τους, κι όταν πήγα να πάρω το δικό μου μερίδιο για να το βάλω σε σίγουρο μέρος, με το που το άγγιζα γινόταν μαύρο και διαλυόταν σαν κοπριά.
ΔΗΜΑΡΧΟΣ: Τι;
ΑΣΤΥΝΟΜΟΣ: Κοπριά;
ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ: Αυτό που ακούτε! Κι αν δε θέλετε να σας αφήσω νηστικούς, θα μ’ αφήσετε να διαλέξω μόνος μου ένα χρυσόβραχο, που θα ζυγίζει δυο φορές τα εκατό κιλά!
ΔΗΜΑΡΧΟΣ: Εντάξει, καπετάνιε! Δεχόμαστε τους όρους σου.
(Τότε το καράβι δένει στις δέστρες, κι ώσπου να ξεφορτώσουν τα τρόφιμα, ο καπετάνιος βγαίνει και ξεριζώνει έναν τεράστιο χρυσόβραχο διακοσίων κιλών και τον φορτώνει στο κατάστρωμα. Ικανοποιημένοι τελικά όλοι ξαναπαίρνουν το δρόμο του γυρισμού: τον θαλασσινό ο καπετάνιος, τον χερσαίο οι Αρχές του χρυσονησιού. Ξανά χαρές και πανηγύρια από τους Χρυσονησιώτες αλλά και πάλι δράματα και κλάματα από τον καπετάνιο. Γιατί, με το που τελειώνει τη μοιρασιά και πάει να πάρει το μερίδιό του, ο χρυσόβραχος μαυρίζει και διαλύεται σαν κοπριά και μυρίζει άσχημα σαν τις σβουνιές των τρελών αγελάδων. Κι όπως ορμούν οι μέλισσες πάνω στον απρόσεκτο μελισσοκόμο, έτσι ορμούν πάνω στον καπετάνιο όλες οι χρυσόμυγες του κόσμου.)
ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ: Τι καψόνια είναι αυτά που μου κάνεις; Δε φτάνει που το χρυσάφι μου γίνεται κοπριά, μου στέλνεις κι όλες τις χρυσόμυγες να με κυνηγάνε;
ΔΗΜΑΡΧΟΣ: Ηρέμησε, φίλε μου, και θα βρούμε τη λύση…
ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ: Σιγά! Εσείς, οι πολιτικοί, όλο για λύσεις μιλάτε αλλά λύσεις δε βλέπουμε.
ΔΗΜΑΡΧΟΣ: Μη βρίζεις, κι έλα να δούμε τι θα κάνουμε,
ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ: Τι θα κάνουμε; Θα σας αφήσω να ψοφήσατε όλοι από την πείνα. Να, τι θα κάνουμε. Αλλά εγώ το χρυσάφι μου θα το πάρω.
ΔΗΜΑΡΧΟΣ: Αυτό λέω κι εγώ, καπετάνιε μου. Θα το πάρεις το χρυσάφι σου. Κι όχι ένα δέντρο ή ένα βράχο αλλά ένα ολόκληρο χρυσόβουνο θα σου δώσω – μόνο μην αφήσεις νηστικούς τους ψηφοφόρους μου…
ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Δέκα στρέμματα γης τη μια φορά, είκοσι την άλλη, σαράντα την παράλλη ξεφλούδιζε ο καπετάνιος και γέμιζε το καράβι με χρυσάφι. Και κάθε φορά, τα ίδια και τα ίδια: μόλις ο καπετάνιος πήγαινε να αγγίξει το δικό του μερίδιο, αμέσως αυτό γινόταν κατάμαυρο και σιχαμερό σαν κοπριά από άρρωστα ζώα. Αλλά και κάθε φορά τον κυρίευε όλο και πιο πολύ η τρέλα να γίνει Κροίσος. Να πιάσει χρυσάφι στα χέρια του και να παραμείνει χρυσό. Κι όσο αυτό δε γινόταν, τόσο ο καπετάνιος τρελαινόταν ώσπου μια μέρα τού καρφώθηκε η ιδέα ότι έφταιγε το καράβι του. Κι όπως ήταν γεμάτο κοπριά, το παράτησε δεμένο σε κάτι βράχια και νοίκιασε ένα άλλο, μεγαλύτερο, για να πάει με τρόφιμα στο χρυσονήσι και να γυρίσει πίσω με είκοσι τόνους χρυσάφι. Έσκαβε τη γη ο καπετάνιος, ξερίζωναν τους χρυσωμένους βράχους οι ναύτες του, ξεφλούδιζαν τα χρυσόδεντρα οι κάτοικοι του νησιού, ώσπου να συμπληρωθεί κάθε φορά το βάρος του χρυσού. Αλλά, και με το νοικιασμένο καράβι, μετά τη μοιρασιά, πάλι το χρυσάφι γινόταν κοπριά.
ΑΦΗΓΗΤΡΙΑ: Έτσι πέρασε ο καιρός, ένα φθινόπωρο κι ένας χειμώνας, και το μόνο χρυσάφι που απέμενε στο χρυσονήσι ήταν στις στέγες των σπιτιών, στους τρούλους των εκκλησιών και στα καμπαναριά. Όμως αυτό δεν ξεκόλλαγε. Όσο και να προσπαθούσε ο καπετάνιος με τους υποτακτικούς του, αυτό έμενε εκεί να λάμπει στον ανοιξιάτικο ουρανό.
Και τότε έγινε το θαύμα: από τη σκαμμένη γη άρχισαν να ξεφυτρώνουν χορταράκια ήμερα και στάχια κι αγριολούλουδα και θάμνοι, κι από τα ξεφλουδισμένα δέντρα να κρέμονται καρποί, άλλοι χρυσοί σαν πορτοκάλια κι άλλοι χρυσοκόκκινοι σαν τους λωτούς.
ΠΡΩΤΟΣ ΝΗΣΙΩΤΗΣ: Αυτό είναι το χρυσάφι μας!
ΠΡΩΤΗ ΝΗΣΙΩΤΙΣΣΑ: Αυτή είναι η ελευθερία μας.
ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΝΗΣΙΩΤΗΣ: Θα καλλιεργούμε τη γη μας και θα ζούμε από αυτήν.
ΔΕΥΤΕΡΗ ΝΗΣΙΩΤΙΣΣΑ: Θα δουλεύουμε.
ΔΗΜΑΡΧΟΣ: Δε θα ξαναγίνουμε σκλάβοι για ένα πιάτο φαΐ!
ΑΦΗΓΗΤΡΙΑ: Λένε, όμως, πως το καλύτερο θαύμα είναι το διπλό! Κι ο καπετάνιος, σαν να τον άγγιξε κάποια καλή νεράιδα με το μαγικό ραβδάκι της και να τον έκανε να την ακολουθήσει, κατευθύνθηκε σκυφτός, βουβός και σκεφτικός προς το λιμάνι, ανέβηκε στο νοικιασμένο καράβι και σήκωσε άγκυρα για το δικό του. Είχε καταλάβει πια ότι ο ίδιος, με την απληστία του, μετέτρεπε το χρυσάφι σε κοπριά. Κι ώσπου να πηδήσει από το ένα κατάστρωμα στο άλλο, το διπλό θαύμα ολοκληρώθηκε: το καράβι του έγινε μπροστά στα μάτια του ένας ολάνθιστος κήπος, που με τ’ αρώματα και με τα χρώματά του γλύκανε την αρμύρα της θάλασσας κι ομόρφυνε τα βράχια!
ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Έτσι ο γερο-καπετάνιος μας αποκοιμήθηκε στις ευωδιές του παραδείσου και οι νησιώτες μας –κι ο δήμαρχος μαζί– ξαναπήρανε τη μέρα τους απ’ την αρχή και τη νύχτα τους από το τέλος, τραγουδώντας όλοι μαζί:
Μονάχοι μας, Χρυσάνεμε,
αρχή καινούρια κάνουμε -
απ’ το νησί μας μην περνάς
γιατ’ είσ’ εχθρός της λευτεριάς.
Μονάχοι μας, Χρυσάνεμε,
αρχή καινούρια κάνουμε -
απ’ την Ελλάδα μην περνάς
γιατ’ είσ’ εχθρός της λευτεριάς.
Α Υ Λ Α Ι Α
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ:
Συγγραφή παραμυθιού: Φεβρουάριος 2009.
Θεατρική διασκευή: Σεπτέμβριος 2009.
Έκδοση παραμυθιού*: Μάιος 2012 (Εκδόσεις Πατάκη)
*Εικονογράφηση: Γιώργος Ναζλής. Επιμέλεια σειράς: Βασιλική Νίκα.
Πρώτη παρουσίαση της θεατρικής διασκευής*: 13 Ιουνίου 2012.
*Από τους μαθητές της Στ΄ 1 και Στ΄ 2 τάξης του 4ου Δημοτικού Σχολείου Άνω Λιοσίων. Τη σκηνοθετική επιμέλεια είχε η Φωτεινή Ρουσσίδου, δασκάλα Θεατρικής Αγωγής, την εικαστική, η Αγγελική Μπόμπορη, δασκάλα Εικαστικών και τη μουσική, ο συνθέτης Κωστής Κριτσωτάκης, δάσκαλος Μουσικής στο σχολείο αυτό.
ΟΙ ΠΑΡΙΤΟΥΡΕΣ ΤΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΙΟΥ:
1. ΦΩΝΗ ΚΑΙ ΣΥΝΟΔΕΙΑ ΚΙΘΑΡΑΣ (lead sheet)
2. ΠΛΗΡΗΣ ΠΑΡΤΙΤΟΥΡΑ ΜΕ ΤΟ ΠΙΑΝΟ (score)
Για διευκρινήσεις σχετικά με τη μουσική: kkritsotakis@gmail.com