Κατηγορίες

Εργαστήρι: Από την ιστορική εμπειρία και τον δημοσιογραφικό λόγο στη λογοτεχνία

 

Από την ιστορική εμπειρία και τον δημοσιογραφικό λόγο στη λογοτεχνία
 
 
«Δεν ξέρω αν συνέβη, μόλις όμως αρχίζεις να γράφεις, αυτό που γράφεις μετατρέπεται σε μυθοπλασία»
 
Μια σειρά σεμιναρίων δημιουργικής γραφής που έχουν ως στόχο να αναδείξουν τρόπους, προσεγγίσεις και ζητήματα που άπτονται της σχέσης Ιστορίας, δημοσιογραφίας και λογοτεχνίας: πώς μετουσιώνεται η ιστορική εμπειρία, το ρεπορτάζ, η μνήμη εν τέλει, η ατομική και η συλλογική, σε μυθοπλασία ή έστω σε μη μυθοπλαστική φόρμα, η οποία όμως έχει σαφείς αξιώσεις λογοτεχνικές; Για να μιλήσουμε με τρία ενδεικτικά παραδείγματα:
 
  • Πώς ο Θανάσης Βαλτινός μετέγραψε σε μυθιστορία τη συλλογική περιπέτεια της μετανάστευσης ή των πολέμων της περιόδου 1912-22 και 1944-49;
  • Πώς ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ ανάπλασε μυθιστορηματικά τις εμπειρίες του από τα χαρακώματα στο «Αποχαιρετισμός στα όπλα» ή τα ρεπορτάζ και τις ανταποκρίσεις του σε διηγήματα στη συλλογή «Στην εποχή μας»;
  • Πώς ο Τρούμαν Καπότε γύρισε το ρεπορτάζ που έγραφε με θέμα ένα στυγερό έγκλημα για το περιοδικό «New Yorker» σε ένα από τα πλέον εμβληματικά non-fiction novels, το «Εν ψυχρώ»;
 
Συνδυάζοντας από δεκαπενταετίας τις ιδιότητες του δημοσιογράφου και του συγγραφέα, με απασχόλησαν πάντοτε αυτά τα θεμελιώδη ζητήματα της αφήγησης, το πέρασμα από το θέμα στον τρόπο, από το «τι» στο «πώς», μέσα από τη συστηματική, διερευνητική ανάγνωση και τη βάσανο της γραφής. Μέσα από αυτό το κανάλι θα περάσουμε με τους μαθητευόμενους, επίδοξους συγγραφείς.
 
Ένα σημείο αφετηρίας για αυτή τη σειρά των μαθημάτων είναι η ακόλουθη ιστορία: στην εξαιρετική αμερικανική ταινία με τον τίτλο «Storytelling» (2001, του Todd Solondz) παρακολουθούμε μια νεαρή, όμορφη φοιτήτρια να σπουδάζει δημιουργική γραφή σε πανεπιστήμιο κάπου στην Αμερική. Καθηγητής της είναι ένας απορριπτικός, προσβλητικός Αφροαμερικανός συγγραφέας, ο οποίος μισεί τους λευκούς, βγάζοντας τα απωθημένα του στις (λευκές) φοιτήτριές του – στο κρεβάτι τις νύχτες, εντελώς παράτυπα και παράνομα. Όταν η φοιτήτρια τον συναντάει τυχαία σε ένα μπαρ, κατόπιν δικής της πρωτοβουλίας (σε μια τελευταία, απέλπιδα προσπάθεια να τον προσεγγίσει ως καθηγητή), πίνουν ένα ποτό μαζί και βέβαια καταλήγουν στο διαμέρισμά του. Αυτό που θα ακολουθήσει δεν είναι ακριβώς βιασμός, είναι όμως μια βάναυση ερωτική επαφή.
Η κοπέλα επιστρέφει σπίτι της συντετριμμένη, μετά από λίγες ημέρες όμως καταφέρνει να μεταφέρει την τραυματική αυτή εμπειρία της στο χαρτί και, μάλιστα, τη διαβάζει ως διήγημα στην τάξη – παρόντος του καθηγητή. Οι συμφοιτητές της όμως βρίσκουν την ιστορία αναληθοφανή, διόλου πειστική, ενώ ειδικά οι συμφοιτήτριές της εξοργίζονται διότι η γυναίκα στο διήγημα παρουσιάζεται περίπου ως μαζοχίστρια, ως θύμα. Όταν πια κάποιες φοιτήτριες ισχυρίζονται θυμωμένες ότι το διήγημα δεν είναι διόλου ρεαλιστικό, η επίδοξη συγγραφέας (και παθούσα) φωνάζει κλαίγοντας: «Το γεγονός συνέβη όμως!». Παγερή σιωπή πέφτει στην τάξη. Η τελευταία ατάκα ανήκει στον καθηγητή και «ήρωα» του διηγήματος: «Δεν ξέρω αν συνέβη, μόλις όμως αρχίζεις να γράφεις, αυτό που γράφεις μετατρέπεται σε μυθοπλασία» (once you start writing something, it becomes fiction). Με άλλα λόγια, από τη στιγμή που κανείς αρχίζει να γράφει τις προσωπικές του εμπειρίες, κάτι που του συνέβη, κάτι πραγματικό, υπάρχει πάντα η βεβαιότητα της ακούσιας, ασυνείδητης μετάπλασης του πραγματικού γεγονότος σε κάτι που μπορεί να ισοδυναμεί με επινόηση. Ή αλλιώς, πώς το βίωμα γίνεται όχι μύθευμα αλλά μύθος.
 
Θα εξηγηθώ με ένα άλλο παράδειγμα. Θυμηθείτε πόσες φορές στη ζωή σας είχατε μια εμπειρία μαζί με κάποιον άλλο, κι όταν αρχίζετε να διηγείστε αυτή την εμπειρία σε έναν τρίτο, το πρόσωπο που ήταν μαζί σας στο συμβάν σάς διακόπτει λέγοντας: «Δεν τα λες καλά, δεν τα θυμάσαι σωστά» κτλ. Σας διορθώνει για να τον/την διορθώσετε κι εσείς με τη σειρά σας στη συνέχεια. Σκεφτείτε επίσης κάτι που σας έχει συμβεί, το οποίο, όταν αργότερα το αφηγείστε, η διήγησή σας, ο άξονας, η οπτική γωνία, οι εκφράσεις που πηγαία χρησιμοποιείτε, ακόμα και η γλώσσα του σώματος, μεταβάλλονται ανάλογα με το ποιον έχετε απέναντί σας, σε βαθμό τέτοιο που συχνά να επηρεάζεται η ακριβής σειρά των γεγονότων.
Ο Αφροαμερικανός καθηγητής της ταινίας στην οποία αναφέρθηκα λοιπόν θίγει ένα πολύ σημαντικό, εμβληματικό θα έλεγα, κομμάτι της υπόθεσης που ονομάζουμε αφήγηση: όταν κάτι που έχουμε ζήσει αρχίζουμε να το αφηγούμαστε, είτε προφορικά αλλά πολύ περισσότερο γραπτώς (που σημαίνει: μονάχοι μας, μέσα στον ιδιωτικό μας χώρο και χρόνο, σε μια διαρκή μυστική συνομιλία με τον εαυτό μας), το μετατρέπουμε πάντα σε κάτι άλλο, αυτό που βγαίνει στο χαρτί δεν αποδίδει παθητικά το πραγματικό γεγονός, αλλά το αναδημιουργεί, η αφήγηση αυτονομείται από το γεγονός. Αποκτά λοιπόν στοιχεία μυθοπλασίας. Γι’ αυτό και λέγεται συχνά ότι η μνήμη είναι η κορυφαία μυθοπλασία.
 
Οι Ρώσοι έχουν μια πολύ ενδιαφέρουσα σχετική παροιμία: «Λέει ψέματα σαν αυτόπτης μάρτυς». Παραδοξολογία που φανερώνει, νομίζω, σε ποιο βαθμό ισοδυναμεί με βήματα πάνω σε κινούμενη άμμο το να προσπαθείς να ανασυστήσεις ένα πραγματικό γεγονός. Κι αυτό διότι κάθε προσωπική εμπειρία φιλτράρεται από τις προσωπικές μας, υποκειμενικές προλήψεις και προσλήψεις, κυρίως φιλτράρεται από τη μνήμη, που όπως καλά ξέρουμε, είναι πάντοτε επιλεκτική.
Σε κάθε περίπτωση, το συνηθισμένο δίπολο «καμουφλαρισμένη πραγματικότητα ή ιστορίες της φαντασίας» πρέπει να μας είναι περίπου αδιάφορο. Το ζητούμενο είναι, είτε πρόκειται για το πρώτο είτε για το δεύτερο, να υπάρχει μέσα στον τρόπο του κειμένου η αισθητική πρόθεση – θεμελιώδης αρχή της λογοτεχνίας, είτε πρόκειται για το «Ταξίδι στη Σελήνη» του Βερν είτε για την «Αυτοβιογραφία» του Τόμας Μπέρνχαρντ.
 
Αυτό το τελευταίο σκέλος, η αισθητική πρόθεση σε ένα γραπτό κείμενο που «πατάει» πάνω στο πραγματικό, είναι ο αντικειμενικός στόχος αυτών των σεμιναρίων. Θα τον προσεγγίσουμε διαβάζοντας (π.χ., Θουκυδίδης, Ηρόδοτος, Ξενοφών, Τολστόι, Σταντάλ, Κόνραντ, Μπάμπελ, Μυριβήλης, Στρατής Δούκας, Βαλτινός, Μαλαπάρτε, Ντος Πάσος, Βασίλι Γκρόσμαν, Χέμινγουεϊ, Γκρέιαμ Γκριν, Καπότε, μεταπολεμικοί και σύγχρονοι συγγραφείς, Έλληνες και ξένοι) και, βέβαια, γράφοντας: δοκιμές σύντομων «ρεπορτάζ», απόπειρες μετάπλασης σε σύντομα αφηγήματα ρεπορτάζ εφημερίδων καθώς και προσωπικών, καθημερινών στιγμών, τέλος, διηγήματα και αφηγήματα βασισμένα πάνω σε ένα ιστορικό γεγονός. Θα ξεκινάμε από τις 500 λέξεις και θα φτάνουμε στις 2.500.
 
Θα υπενθυμίσουμε μερικές θεμελιώδεις αρχές που έθεσε ήδη από τη μνημειώδη «Ποιητική» ο Αριστοτέλης, αναφορικά με τη σχέση Ιστορίας και ποίησης:
 
  • «Δεν είναι έργο του ποιητού να μιλήσει για τα πραγματικά γεγονότα, αλλά για τα ενδεχόμενα, τα δυνάμενα να συμβούν με τα κριτήρια του πιθανού και του αναγκαίου».
 
  • «Ο ιστορικός αφηγείται τα διατρέξαντα και ο ποιητής όσα θα μπορούσαν να συμβούν. Η μεν ποίηση αναφέρεται μάλλον στα καθόλου, η δε ιστορία στα καθ’ έκαστον».
 
  • «Ο ποιητής… και αν ακόμη συμβεί να παρουσιάσει με τρόπο ποιητικό πραγματικά γεγονότα, παραμένει ποιητής απαραμείωτα».
 
 
Θα υπενθυμίσουμε επίσης τις διαφορές δημοσιογραφίας και λογοτεχνίας: το ότι η δημοσιογραφία λέει, ενώ η λογοτεχνία δείχνει. Η πρώτη στοχεύει στο γεγονός, η δεύτερη πίσω και πέρα από το γεγονός. Η πρώτη μοιάζει με ευθεία γραμμή, η δεύτερη με σεισμογράφημα. Η πρώτη κατονομάζει, η δεύτερη υπαινίσσεται.
 
Εν κατακλείδι, μια σειρά σεμιναρίων που δεν θα λύσουν απαραιτήτως κάποια ζητήματα πάνω στη φύση και τη δοκιμασία της γραφής, αλλά που θα αναδείξουν με όσο το δυνατόν πιο καθαρό τρόπο τα ίδια αυτά ερωτήματα ξανά και ξανά, όσο το δυνατόν πιο δραστικά, ώστε να γίνουν δεύτερο δέρμα για τους υποψιασμένους πλέον συμμετέχοντες και δόκιμους συγγραφείς.
 
 
Ηλίας Μαγκλίνης
 
 
 
 
Ο Ηλίας Μαγκλίνης γεννήθηκε το 1970 στην Κινσάσα του Κονγκό. Σπούδασε αγγλική φιλολογία και πολιτικές επιστήμες στην Αγγλία και τη Σκοτία. Από το 1994 έως το 2003 εργάστηκε ως συντάκτης στο περιοδικό «Διαβάζω». Σήμερα εργάζεται στην εφημερίδα «Καθημερινή». Έχει επίσης ασχοληθεί με τη μετάφραση. Το πρώτο του βιβλίο, «Σώμα με σώμα» (2005), κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Πόλις». Έχει δημοσιεύσει διηγήματα σε περιοδικά και ανθολογίες.
 


Page generated: 05/10/2024 01:12:01