Κατηγορίες

Μια νέα «θεραπεία» της δυσλεξίας προκαλεί ενστάσεις στη Βρετανία

Πρόσφατα, δημοσιεύτηκε στο έγκριτο βρετανικό περιοδικό “Dyslexia”, μελέτη ειδικών πάνω στο πρόγραμμα που εφαρμόζει το Ινστιτούτο Dore για τη θεραπεία της δυσλεξίας, καθώς και άλλων μαθησιακών διαταραχών, όπως η δυσπραξία (διαταραχή της κινητικής δραστηριότητας και γενική αδεξιότητα) και η διαταραχή συγκέντρωσης της προσοχής ή/και της υπερκινητικότητας. Η θεραπεία αυτή παρακάμπτει τη φαρμακευτική αγωγή και θεωρεί ότι ένα δυσλεξικό παιδί μπορεί να θεραπευτεί με απλές επαναλαμβανόμενες ασκήσεις (να περνά χάντρες σε μια κλωστή, να στέκεται σταθερά πάνω σε μια κινούμενη επιφάνεια, να μετράει τα ίδια αντικείμενα συνέχεια). Οι ασκήσεις αυτές στοχεύουν στη δημιουργία νέων νευρικών συνδέσεων που είναι υπεύθυνες για τις μαθησιακές δυσκολίες, και βρίσκονται στο πίσω μέρος του εγκεφάλου, το οποίο ελέγχει τις ικανότητες και την κίνηση των μυών.

Η δημοσίευση προκάλεσε την αντίδραση γνωστών Βρετανών επιστημόνων-συνεργατών του περιοδικού, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι η θεραπεία αυτή δε βασίζεται σε σοβαρή και αντικειμενική έρευνα και δεν έχει επιστημονική αξία, ενώ πίσω από αυτήν κρύβονται συμφέροντα των επιστημόνων που την εκπόνησαν. Η θεραπεία εφαρμόστηκε σε 20.000 παιδιά και παρουσιάστηκε σε τηλεοπτικά σόου προκαλώντας την αντίδραση του βρετανικού Τηλεοπτικού Συμβουλίου. Η θεραπεία του προγράμματος Dore είναι, σύμφωνα με τους επικριτές της, μία από τις πολλές ανορθόδοξες μεθόδους προσέγγισης των μαθησιακών δυσκολιών, όπως η δυσλεξία. Ο Dore υπήρξε επιχειρηματίας ο οποίος αποφάσισε να ιδρύσει το ομώνυμο ινστιτούτο και να αφοσιωθεί στη θεραπεία της δυσλεξίας μετά τις απόπειρες αυτοκτονίας που έκανε η δυσλεξική κόρη του. Σήμερα, το Ινστιτούτο Dore έχει παραρτήματα στη Βρετανία, στην Αμερική και στην Αυστραλία.

Η μελέτη βασίστηκε στην πρόοδο που παρουσίασαν στην ανάγνωση 29 δυσλεξικοί μαθητές, στους οποίους εφαρμόστηκε η θεραπεία, με βάση τις παραπάνω ασκήσεις, για περισσότερο από 2 χρόνια. Η θεραπεία είχε σημαντικά και διαρκή αποτελέσματα και, σύμφωνα με τον καθηγητή David Reynolds, είναι η πιο πετυχημένη έως τώρα. Το γεγονός όμως ότι ο Reynolds εργαζόταν παλιότερα στις επιχειρήσεις του Dore και ότι η έρευνά του χρηματοδοτήθηκε από το ινστιτούτο ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων. Ο συνεργάτης του στην έρευνα αυτή Rod Nicolson είναι καθηγητής ψυχολογίας και επιβλέπει διδακτορικούς φοιτητές που σχετίζονται με το ινστιτούτο Dore ή ενισχύονται από αυτό οικονομικά. Επίσης, έχει συγγράψει άρθρα και βιβλία μαζί με την εκδότρια του περιοδικού “Dyslexia”.

Όλες αυτές οι διαπλεκόμενες σχέσεις οδήγησαν τους επικριτές της έρευνας να μην τη θεωρήσουν σοβαρή και να κατηγορήσουν το περιοδικό για έλλειψη αντικειμενικότητας. Οι επικριτές επισημαίνουν ακόμη ότι πολλά παιδιά που συμμετείχαν στην έρευνα δεν ήταν δυσλεξικά, δεν υπήρχε συγκεκριμένη ομάδα ελέγχου των αποτελεσμάτων – ομάδα στην οποία δε θα εφαρμόζονταν οι ασκήσεις και θα μπορούσε συγκρινόμενη να δείξει το μέγεθος προόδου της ομάδας εκείνης στην οποία θα εφαρμόζονταν οι ασκήσεις, και η έρευνα διενεργήθηκε σε μικρή κλίμακα.

Αντίθετα, ο Reynolds αποκρούει τις κατηγορίες και μιλάει για επιστημονικά ορθή μέθοδο και για τεράστια πρόοδο που επιτεύχθηκε με τη θεραπεία. Ένας δάσκαλος υποστηρίζει ότι το πρόγραμμα είχε μεγάλη επιτυχία στους μαθητές του, γεγονός το οποίο επιβεβαιώνει και μια μητέρα για την κόρη της.

Πολύ ελπιδοφόρο, τέλος, είναι το γεγονός ότι Βρετανοί επιστήμονες ανακάλυψαν το γενετικό υλικό που σχετίζεται με τη δυσλεξία, πράγμα που σημαίνει ότι μπορεί να γίνει διάγνωση κατά το εμβρυακό ακόμα στάδιο και έτσι να αντιμετωπιστεί η δυσλεξία ήδη από την προσχολική ηλικία.


Page generated: 02/10/2024 12:20:18