Ένα και μόνο αντίδοτο για τη μοναξιά, τον φόβο, την πλήξη
Γράφει η Άρτεμις Μάνου
Τι κάνει ένα παιδί όταν βαριέται; Για ένα παιδί στις μέρες μας η απάντηση είναι απλή: αναζητά μια οθόνη. Ε, η ηρωίδα του βιβλίου μας κάνει κάτι άλλο! Φαντάζεται… Κι από τη φαντασία της ξεπηδά ένας φίλος παιχνιδιάρης και συναρπαστικός και… Αόρατος. Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή.
Ιστορία πρώτη: Η Κατερίνα ζει με τους γονείς της και τη γιαγιά της. Όταν οι γονείς της έχουν βγει βραδινή βόλτα κι η Κατερίνα βαριέται, εμφανίζεται ο Αόρατος. Γίνονται πρίγκιπας και πριγκίπισσα…
Ιστορία δεύτερη: Οι γονείς της Κατερίνας είναι στη δουλειά, η γιαγιά καθαρίζει φακές και η Κατερίνα βαριέται κι όταν ρίχνει καταλάθος τις φακές κάτω, η γιαγιά τη μαλώνει και η Κατερίνα κλαίει. Να τος πάλι ο Αόρατος! Ταξιδεύουν…
Ιστορία τρίτη: Στο σπίτι έχουν καλεσμένους, μα είναι πια αργά και η Κατερίνα πρέπει να πάει για ύπνο. Η Κατερίνα φοβάται μόνη της στο σκοτάδι. Μα ο Αόρατος είναι εδώ! Της απλώνει το χέρι και μαζί περιπλανιούνται στα αστέρια…
Ιστορία τέταρτη: Στην εξοχή η γιαγιά λιάζεται, ο μπαμπάς και η μαμά παίζουν ρακέτες και η Κατερίνα θέλει να ζωγραφίσει τον Αόρατο. Μας πώς να τον ζωγραφίσει; Πρέπει επιτέλους να τον δει.
«Μα πώς θες να με δεις, χαζή, αφού είμαι Αόρατος;» της λέει για μια ακόμα φορά.
«Μα πρέπει να σε δω, για να σε ζωγραφίσω».
«Πιάσε με και θα καταλάβεις».
Παίζουν κυνηγητό.
Η σύλληψη του φανταστικού φίλου που αναδεικνύεται σε ένα ποιητικό ον και που ταξιδεύει την Κατερίνα σε άλλους κόσμους, φανταστικούς, προκειμένου να ξορκίσει τους φόβους της, είναι σύγχρονη, παιχνιδιάρικη, δημιουργική. Ο Αόρατος δεν είναι απλώς ένας φανταστικός φίλος, δεν είναι ένας φανταστικός αδερφός (αν και είναι – πόσο χαρακτηριστικό εκείνο το «χαζή» που κάθε αδερφός και αδερφή έχουν ακούσει ή ξεστομίσει). Βασικά είναι το μέσον που κάνει το αόρατο ορατό. Η Κατερίνα ξεπερνάει τη μοναξιά, τη στεναχώρια, τον φόβο και γενικότερα τους αναπόφευκτους φόβους της ηλικίας της με τη βοήθεια του Αόρατου. Αλλά στην τελευταία ιστορία κάνει προσπάθεια και να τον ερμηνεύσει, να τον καταλάβει, να τον εξηγήσει, να τον κάνει «ορατό»!
«Μήπως είσαι ετούτος ο ίσκιος;» τον ρωτάει.
«Πιάσε με και θα καταλάβεις».
«Μήπως είσαι ο αέρας;»
«Πιάσε με και θα καταλάβεις».
«Μήπως είσαι η αγάπη της μαμάς και του μπαμπά;»
«Πιάσε με και θα καταλάβεις».
Στο σημείο αυτό η ποιητικότητα καταλαμβάνει δικαίως όλο τον χώρο, αφού τα πράγματα είναι λίγο άπιαστα, μέχρι που όλο αυτό το κυνηγητό με τον Αόρατο βοηθάει την Κατερίνα να πει τη μαγική λέξη «φοβάμαι» και να καταλάβει τι της συμβαίνει. Και έτσι, το βιβλίο γίνεται μια ψυχαναλυτική διαδρομή από το θολό συναίσθημα στον τρόπο να το αντιμετωπίσω, να το ονομάσω και εν τέλει να συμφιλιωθώ μαζί του!
Η ιστορία έχει το προσόν να μην είναι εμφανής ο παιδαγωγικός της χαρακτήρας λόγω της ενδιαφέρουσας πλοκής αλλά και της όμορφης γλώσσας που σε κάποια σημεία γίνεται ποιητική. Ξεκινώντας από τον ρεαλισμό, κυλά ανεπαίσθητα στο ονειρικό και στο συμβολικό. Από την άλλη, οι διάλογοι είναι εξαιρετικά αληθινοί, βγαλμένοι από την καθημερινότητα, χωρίς όμως να γίνεται απλή αποτύπωση της πραγματικότητας, αφού αποτελούν μόνο την αφετηρία από όπου ταξιδεύουμε σε κόσμους φανταστικούς. Ο μικροπερίοδος λόγος και ο γρήγορος ρυθμός, οι επαναλήψεις ως υφολογικό στοιχείο, το χιούμορ, η απλότητα και η αμεσότητα της γραφής κάνουν το βιβλίο εύκολο και ευχάριστο. Οι ποιητικές εικόνες, το μπλέξιμο του πραγματικού με το φαντασιακό («τρέχει να αγκαλιάσει τη δροσιά, μα σφίγγει μόνο τον εαυτό της, πώς να αγκαλιάσεις τη δροσιά;») το κάνουν λυρικό και βαθύ. Είναι ένα βιβλίο με λογοτεχνική αξία – πράγμα σπάνιο για βιβλίο αυτής της έκτασης και απευθυνόμενο σε τόσο μικρές ηλικίες! Έχει μια ενδιαφέρουσα σύλληψη η οποία δεν εξαντλείται στην επινόηση του Αόρατου, αλλά προχωράει βαθύτερα με τρόπο ολοκληρωμένο τόσο σε κάθε επιμέρους ιστορία όσο και στη γενικότερη ιστορία που αφηγείται.
Η παρουσία της γιαγιάς ως μέλους της πυρηνικής οικογένειας, αν και αντικατοπτρίζει μια πιο παλιά μορφή οικογένειας, θα αρέσει σίγουρα στα παιδιά (μια γιαγιά πάντα κοντά τους) και μπορεί να ρωτήσουν να μάθουν πώς και γιατί συνέβαινε αυτό. Σε κάθε περίπτωση είναι μια ωραία ευκαιρία για σύνδεση με την τρίτη ηλικία και αυτή η θεματική είναι επίσης ένα από τα δυνατά σημεία του βιβλίου.
Κυρίως, όμως, το βιβλίο μπορεί να λειτουργήσει και με έναν άλλο πολύ χρήσιμο στο σήμερα τρόπο: ως πρόταση δραστηριοποίησης, ενεργοποίησης της φαντασίας, θεραπείας της μοναξιάς μακριά από κινητά, τηλεοράσεις, οθόνες. Γιατί η Κατερίνα δεν καταλαγιάζει μόνο τα συναισθήματά της, μα βρίσκει τρόπο να αυτοαπασχοληθεί και να περάσει όμορφα και δημιουργικά την ώρα της με μοναδικό της όπλο τη φαντασία! Χρήσιμο για γονείς και εκπαιδευτικούς με φρεσκαρισμένο και ονειρικό εξώφυλλο, όπως του ταιριάζει!
Η Άρτεμις Μάνου είναι φιλόλογος και θεατροπαιδαγωγός.