Κατηγορίες

«Το κορίτσι που ήπιε το φεγγάρι» της Κέλλυ Μπάρνχιλ

«Το κορίτσι που ήπιε το φεγγάρι» της Κέλλυ Μπάρνχιλ

Συζητούν και γράφουν οι 
Μαρία Τοπάλη, ποιήτρια-κριτικός και η Νίκη Κωνσταντίνου-Σγουρού, δασκάλα 
 

Η Νίκη στη Μαρία: 

Είναι ένα βιβλίο που σε ρουφάει: το ανοίγεις διστακτικά, δεν ξέρεις τι ακριβώς θα βρεις μέσα του, απορείς στα πρώτα κεφάλαια γιατί σου δίνει πολλές και ταυτόχρονα ελάχιστες πληροφορίες, αρχίζεις να περπατάς, όλο κάποιο πλάσμα ακολουθείς, αλλά δεν ξέρεις προς τα πού πηγαίνεις. Είναι ένα βιβλίο χωρίς χάρτη: ένας τόπος περίπλοκος και πολυεπίπεδος, με νησίδες και δάσος, με ηφαίστειο, με λαγούμια, με κάστρο, με σκοτεινή κοντινή πολιτεία και άλλες πιο μακρινές αισιόδοξες. Ένας χωροχρόνος κλειστός και ανοιχτός, με κινδύνους και σύννεφα. Είναι ένα βιβλίο με μια μάγισσα, με δυστυχισμένους ανθρώπους, ένα μωρό που θα γίνει μάγισσα, ένα τέρας που επικαλείται τον ποιητή, έναν μικροσκοπικό δράκο, μια μητέρα που γίνεται η τρελή, ένα γενναίο ζευγάρι, αυτούς που διοικούν, μία που τρώει θλίψη. Διαφορετικές φωνές που συνυπάρχουν και μοιράζονται την αφήγηση. Σε μετακινούν στον χώρο και τον χρόνο. Χωρίς χάρτη. Είναι ένα βιβλίο που ξετυλίγεται προσεκτικά, που το παρακολουθείς υπομονετικά να απλώνεται κυκλικά και σε ρουφάει χωρίς να το καταλάβεις. Ξαφνικά βρίσκεσαι κάπου αλλού. Είναι ένα βιβλίο για έναν φανταστικό κόσμο που όμως δεν ξεκινάει με έναν ζωγραφισμένο χάρτη, όπως γίνεται συχνά στα βιβλία αυτού του είδους. Και αυτό συμβαίνει σκόπιμα, αφού η πλοήγηση στον χώρο είναι κομμάτι της μαγείας. Πρέπει να γίνει σταδιακά, πρέπει να παρασυρθείς και να ανακαλύψεις λίγο λίγο τι υπάρχει εκεί, να δοκιμάσεις και να φανταστείς – σαν να μεγαλώνεις μαζί με την πρωταγωνίστρια, τη μικρή μάγισσα Λούνα, που μαθαίνει ποια (δεν) είναι και τι μπορεί να κάνει. Το βιβλίο δεν έχει χάρτη, αλλά έχει ρυθμό. Ακούς μια ρυθμική φράση που επαναλαμβάνεται και φτιάχνει αυτή τους χάρτες – είναι εδώ, είναι εδώ. Οι λέξεις γεμίζουν από το φως του φεγγαριού και η μαγεία ξεχειλίζει. Είναι ένα βιβλίο για τη μαγεία που ξεχειλίζει.

Ή αλλιώς είναι ένα βιβλίο για τη φύση, την εξουσία και την αντίσταση, τα τραύματα και τις πληγές, την ελπίδα και την απελπισία, τα αντιφατικά συναισθήματα που συνυπάρχουν μέσα σου καθώς μεγαλώνεις, τη φροντίδα και το μεγάλωμα, τον χρόνο, τις αναμνήσεις και όσα κληρονομούνται.

Δυσκολεύομαι να συμμαζέψω και να οργανώσω όσα είπαμε στην τελευταία μας συνάντηση, στη Λέσχη Ανάγνωσης του Μαΐου. Νιώθω πως φέραμε πολλά πράγματα στη συζήτηση, όλα τους γραπωμένα καλά στο νήμα της αφήγησης και της ιστορίας που μας λέει η Κέλλυ Μπάρνχιλ, αλλά ταυτόχρονα πολύ ρευστά και δεμένα με τις δικές μας ζωές και ανησυχίες. Μάλλον αυτή η αμηχανία προκύπτει επειδή το βιβλίο είναι τόσο καλό. Ταυτόχρονα ίσως αποπροσανατολίζει αυτές και αυτούς που διαβάζουν τώρα το κείμενο. Ίσως σκεφτούν πως πρόκειται για ένα βιβλίο χαοτικό. Δεν ισχύει κάτι τέτοιο σε καμία περίπτωση: το βιβλίο σε ρουφάει σταδιακά. Κατεβαίνεις μία σκάλα πολύ προσεκτικά κατασκευασμένη. Οι ήρωες και οι ηρωίδες είναι συμπαγείς, καλοδουλεμένοι και ενδιαφέροντες. Συζητήσαμε άλλωστε για το ποιος ήταν ο αγαπημένος μας. Παρά τη συμπάθεια (αγάπη, θα τολμούσα να πω) που ένιωσα για την Εθύνη, τη μαθητευόμενη που αλλάζει στρατόπεδο και φέρνει την ελπίδα, τη σιγουριά και το φως ή τον ενθουσιασμό μου προς τα μη-ανθρωπόμορφα πλάσματα, τέρας Γκλερκ και δράκο Φύριαν, πιστεύω πως αξίζει να σταθώ στο ζεύγος μεγάλης και μικρής μάγισσας. Η μεγάλη μάγισσα, η Ζαν, βρίσκει τη Λούνα μωρό στο δάσος και την ταΐζει με το φως του φεγγαριού. Έτσι, η μικρή αποκτά μια τεράστια και ανεξέλεγκτη μαγεία. Από φόβο για τον κίνδυνο μιας τέτοιας δύναμης στα χέρια και τα πόδια ενός μικρού παιδιού, η Ζαν την περιορίζει και την κλείνει σε ένα μικρό μέρος μέσα στο κεφάλι του κοριτσιού. Όσο η μαγεία είναι εκεί σφραγισμένη, προσπαθεί να την προετοιμάσει γνωρίζοντας πως η δική της μαγεία θα φθίνει όσο θα απελευθερώνεται η νέα. Η μαγεία της Ζαν είναι ήπια και σίγουρη – πράσινη, μοιάζει να πηγάζει από το χώμα. Η μαγεία της Λούνας είναι μπλε και ασημένια – αστραφτερή και αέρινη. Το ξύπνημα της μαγείας είναι μια ιστορία ενηλικίωσης. Τι θα σου μεταβιβαστεί και τι θα κρατήσεις. Όσο παρακολουθούμε αυτή την ιστορία, βλέπουμε και δε βλέπουμε το παρελθόν της Ζαν, τη διαπίστωση πως «η θλίψη είναι επικίνδυνη» – μια φράση που διατρέχει όλο το βιβλίο και εξηγεί πολλά. Εξηγεί την ύπαρξη μιας πολιτείας όπου κανείς δεν αντιστέκεται στο παράλογο που συμβαίνει. Κάτω από τα πυκνά σύννεφα της θλίψης, οι κάτοικοι του Προτεκτοράτου θυσιάζουν κάθε χρόνο αδιαμαρτύρητα ένα μωρό. Ζουν σε ένα μέρος που «και η ίδια η αμφιβολία ήταν σκέτη επανάσταση». Αυτή η επανάσταση θα συμβεί απαλά και μαγικά, σαν πέταγμα χάρτινου πουλιού, χωρίς αιματοχυσίες. Θα συμβεί όταν όλα μπουν στη θέση τους και θα σφραγιστεί από το ξύπνημα του ηφαιστείου και τη συνειδητοποίηση πως δεν μπορούμε να τα ελέγξουμε όλα. Πες μας πιο πολλά για αυτά τα σημεία. Είναι τελικά μια αφήγηση για τη νέα εποχή; 

Κλείνοντας, λέω να σταθώ σε ένα κομμάτι που με συγκίνησε πολύ. Η συγγραφέας μιλάει γενναία για τη φροντίδα που είναι σπουδαία, πανέμορφη, πολύτιμη και σωτήρια, αλλά μπορεί και να σε περιορίζει, να σε κρατάει μικρό (σαν τον μικροσκοπικό δράκο) και να σου περιορίζει την όραση. Για το πώς αγαπάμε και προστατεύουμε κάπως κτητικά, αλλά και για το πώς υπάρχουν στιγμές που δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς. Ένιωσα διαβάζοντας αυτή την ιστορία τις αντιφάσεις που έχει η αγάπη να έρχονται και να βρίσκουν μια θέση, να κουμπώνουν. Κι ενώ η Μπάρνχιλ γράφει μια ιστορία για τη μνήμη και τα τραύματα, την αγάπη και την επούλωση, μια ιστορία που, αν την αναλύσεις, ακούγεται δύσκολη, στην ουσία γράφει ένα βιβλίο για παιδιά. Ένα βιβλίο με μάγισσες. Απλό, μαγικό και απολαυστικό. Ένα βιβλίο για να διαβαστεί στη φύση, στις διακοπές, πριν τον ύπνο. 

Η Μαρία στη Νίκη: 

Η φράση-κλειδί είναι αυτό που λες, ότι «σε ρουφάει χωρίς να το καταλάβεις». Και, ξαφνικά, έχεις συνδεθεί, και η εξέλιξη έχει κιόλας προχωρήσει. Και, όπως γίνεται στα καλά βιβλία, από τότε που υπάρχουν καλά βιβλία, γίνεσαι μέρος της πλοκής, χωρίς να το καταλάβεις. Μεγαλώνεις μαζί με τη Λούνα; Γερνάς μαζί με τη Ζαν; Βρίσκεις τον εαυτό σου και παίρνεις τη μοίρα σου στα χέρια σου, μαζί με τον Ανταίν; Συνδέεσαι με έναν δευτερεύοντα ήρωα, όπως συνδέθηκα εγώ με τον Φύριαν, τον μικρούλη δράκο; Λυπάσαι όταν μεγαλώνει γιατί θα τον ήθελες για πάντα μικρό; Ενσωματώνεις στους χτύπους της καρδιάς σου αυτό το στοιχειώδες ραπ, το «είναι εδώ, είναι εδώ, είναι εδώ»; Πέρασαν μήνες και μοιάζει να μη σβήνει από μέσα μου – υποψιάζομαι πως θα μείνει ανεξίτηλο, μαζί με τον ρυθμό του. Ναι, είναι όντως το τέλειο βιβλίο για να διαβαστεί όπως λες στη φύση, στις διακοπές, πριν τον ύπνο. Κάθε βιβλίο που καταφέρνει να σε ρουφήξει είναι, στην πραγματικότητα, το τέλειο βιβλίο για κάθε περίσταση. Και στην αρχή της άνοιξης που το διάβασα εγώ, λίγες σελίδες κάθε βράδυ, το τέλειο βιβλίο ήταν. Βέβαια, αν ήμουν στα πρόθυρα ή στην αρχή της εφηβείας, θα το είχα τελειώσει σε ένα, το πολύ σε δυο βράδια, κι ας ξενυχτούσα.

Νομίζω ότι στη συζήτηση που κάναμε στη «Λέσχη», θα το είδες κι εσύ, υπήρξαν άνθρωποι που εξέφρασαν έντονες ταυτίσεις, έντονα συναισθήματα για ήρωες και καταστάσεις του βιβλίου αυτού. Αυτό ούτε συνηθισμένο είναι στην εποχή μας ούτε αυτονόητο. Και θα σου πω εδώ μια λέξη που είναι σχεδόν απαγορευμένη, άρρητα, και που ούτε στην εν λόγω συζήτηση τη χρησιμοποιήσαμε, αλλά εκ των υστέρων νομίζω ότι περιγράφει με ακρίβεια το βασικό συναίσθημα που μοιραστήκαμε διαβάζοντας: είναι η λέξη «πάθος». Και μόνο που σ’ τη λέω, φοβάμαι μήπως με κοροϊδέψεις. Κι όμως. Είναι ένα βιβλίο που δε φοβάται τα έντονα συναισθήματα. Δε φοβάται να δείξει ότι αυτά, τα πάθη της ψυχής, είναι οι μηχανές που κινούν τον χρόνο, και δε φοβάται να τα δείξει ακόμα και στη φοβερή τους διάσταση: είναι σαν φυσικά φαινόμενα. Θυμίζω το ηφαίστειο που αργοξυπνάει. Κι έτσι, σε μια εποχή με μπόλικους σιγαστήρες και λογοκρισίες, μέσα από το βιβλίο αυτό, επιτρέπουμε ξανά στους εαυτούς μας να νιώσουμε έντονα πάθη και να τα ακολουθήσουμε. Να γίνουμε ηφαίστεια, να εκραγούμε έχοντας εξερευνήσει προηγουμένως τα παλιά απαγορευμένα ερείπια.

Γιατί τι άλλο είναι αυτό που περιγράφεις, ότι παίρνουμε νοερά από πίσω τα πλάσματα που βαδίζουν και τρέχουν σε ρυθμούς σιγά σιγά φρενήρεις; Είναι ότι μεθάμε από το πάθος και του επιτρέπουμε να μας κυβερνήσει – να μια πολύ βασική λειτουργία της τέχνης που καμιά φορά κοντεύουμε να την ξεχάσουμε. «Μεθύστε» έλεγε ο Μποντλέρ «με κρασί, με ποίηση ή με αρετή», το βασικό είναι να μεθύσετε. Και ο Ευγένιος Ο’ Νηλ έβαζε τον ήρωά του να λέει επί σκηνής τα λόγια του ποιητή. Κατά ενδιαφέροντα τρόπο, η συγγραφέας επιφυλάσσει έναν ιδιαίτερο ρόλο στην ποίηση. Ο τρόπος που τη χρησιμοποιεί την τοποθετεί αμέσως στη σφαίρα του μύθου: ο κόσμος γεννιέται και υπάρχει με τη βοήθεια της ποίησης. Άρα, σκέφτεται κανείς, αποδίδει η ίδια πραγματικά μεγάλες δυνατότητες στον δημιουργικό λόγο. Οι λέξεις είναι μαγεία, όπως και το φως του φεγγαριού. Όποιος δε φοβάται τα πάθη δε φοβάται ούτε να μιλήσει ανοιχτά στα παιδιά για την ποίηση, τον 21o αιώνα.

Κάτι άλλο που μου φάνηκε πολύ ενδιαφέρον είναι η ιδιόρρυθμη γεωγραφία του βιβλίου. Περιλαμβάνει την παράλληλη συνύπαρξη πολλών διαφορετικών κόσμων. Ίσως γι’ αυτό δε χρειάζεται χάρτης. Σε μια πρώτη εντύπωση αυτό συμβαίνει μόνο χωρικά. Αν όμως το δούμε πιο προσεχτικά, υπάρχει και η χρονική συνύπαρξη: κόσμοι που εκκολάπτονται ή διατηρούνται σε ένα κουτί της Πανδώρας και όταν έρθει η στιγμή ξεπηδούν: το παρελθόν της Ζαν αλλά και της Ιγκνάτια, το μέλλον της Λούνα με τη μαγική ιδιότητά της, η συνάντηση του παιδικού, ξεχασμένου παρελθόντος της Λούνα και ανάδυσης της εφηβείας, ο Φύριαν που μεγαλώνει, το ηφαίστειο που ενεργοποιείται, ο ουρανός πάνω από το Προτεκτοράτο, η τρελή που ξαναγίνεται γυναίκα-μητέρα. Ως προς τον χρόνο, το βιβλίο μοιάζει με ένα αυγό, που κρατά μέσα του πλάσματα και καταστάσεις μέχρι να σπάσει το τσόφλι και να βγουν όλα στο φως. Και από τις δυο πλευρές, από το Δάσος της Ζαν και από το Προτεκτοράτο, υφαίνει δίχτυα πλοκής και τα πλέκει με υπομονή μέχρι όλα να συναντηθούν και να δέσουν. Δεν απαιτεί κάποια ιδιαίτερη υπομονή από τις αναγνώστριες και τους αναγνώστες, βάζοντάς τους έτσι στο παιχνίδι; Εγώ ήμουν στην πρίζα και ανυπομονούσα σχεδόν από την πρώτη σελίδα. Και έπειτα, το Κακό υποχωρεί σαν χάρτινος πύργος. Σαν κακό όνειρο από το οποίο ξυπνά κανείς. Ναι, ζήσαμε στην εποχή μας τέτοιες παράξενες, αθόρυβες καταρρεύσεις – μια μέρα πριν πέσει το Τείχος του Βερολίνου κανείς δε θα το πίστευε τι έμελλε να συμβεί. Δεν υπάρχει ο συνηθισμένος κίνδυνος και η συνηθισμένη μάχη καλών-κακών στο βιβλίο αυτό, κάνω λάθος; Είναι σαν να λέει ότι όλα είναι μέσα στο κεφάλι μας…

 

Προηγούμενο
Επόμενο


Page generated: 24/11/2024 22:30:29