Κατηγορίες

Ο θησαυρός της Βαγίας, της Ζωρζ Σαρή

Ο θησαυρός της Βαγίας, της Ζωρζ Σαρή

Συζητούν και γράφουν οι 
Μαρία Τοπάλη, ποιήτρια-κριτικός και η Νίκη Κωνσταντίνου-Σγουρού, δασκάλα 

 
Η Μαρία στη Νίκη: 
 
Μολονότι μεγάλωσα κι εγώ με μπόλικα «κλασικά εικονογραφημένα» –και τα κρυφολάτρευα–, δεν μπορώ να αποκρύψω ότι, με τον καιρό, όλο και λίγος βιβλιοφιλικός συντηρητισμός κατακάθισε στην επιφάνειά μου. Ίσως και κάπως αμυντικά καθώς, μιλώντας για βιβλία σήμερα, έχουμε συνεχώς την αίσθηση ότι υποχωρούμε αμυνόμενες υπέρ κειμένων. Καλώς ή κακώς. Ιδίως όταν εμφανίζεται μια «γραφιστική νουβέλα» να διεκδικήσει μια θέση πλάι σε ένα βιβλίο κλασικό και αγαπημένο, όπως ο Θησαυρός της Βαγίας, μια γάτα μέσα μου ορθώνει τις τρίχες της και βγάζει νύχια.
 
Αλλά ο Kanellos Cob ήξερε τι έκανε. Έβαλε σε πρώτο πλάνο του έργου του τον απόλυτο πρωταγωνιστή του βιβλίου, που αγάπησαν πολλές γενιές, από το 1969 που πρωτοεκδόθηκε, μέχρι σήμερα: το μεγάλο ελληνικό καλοκαίρι. Με το νησί, τη θάλασσα και το βουνό. Σκέφτομαι καμιά φορά ότι κάθε αγαπημένο βιβλίο μέσα στο οποίο βουτάς και βυθίζεσαι είναι, στην πραγματικότητα, ένα τέτοιο καλοκαίρι. Σαν αυτό στον Θησαυρό της Βαγίας: σου προσφέρει συντροφιά, όπως η συντροφιά των παιδιών, με την οικογένεια να πλαισιώνει στο βάθος, σαν δίχτυ ασφαλείας. Σου προσφέρει μια γοητευτική διαμεσολαβήτρια ανάμεσα στις ηλικίες, τις χώρες, τις γλώσσες, τις ιστορικές περιόδους: τη Νικόλ. Σου προσφέρει περιπέτεια. Και η Αίγινα παρουσιάζεται σαν αυτό που είναι: θάλασσα και βουνό και φιστικιές, χωριό και γιαγιά με τσεμπέρι και αρχαίες κολόνες και μνήμες της Κατοχής. Τα πάντα όλα. Στην πολύ ενδιαφέρουσα διαδικτυακή «Λέσχη Ανάγνωσης», που συντονίσαμε την τελευταία Τετάρτη του Ιανουαρίου 2024 με θέμα τα δυο βιβλία, το «πρωτότυπο» και τη γραφιστική νουβέλα, κάποιος αναρωτήθηκε μήπως η απουσία ξεκάθαρου πρωταγωνιστή συνιστά λογοτεχνική αδυναμία. Και η απάντηση ήρθε από πολλές πλευρές, αυθόρμητα, νομίζω: μα πρωταγωνιστεί ολόκληρη η παρέα! 
 
Λάτρεψα τα μεγάλα πλάνα του Kanellos Cob, από το λιμάνι του Πειραιά που το βλέπεις να απομακρύνεται μέχρι τη γαλάζια, τη διάφανη θάλασσα κάτω από το σπίτι των καλοκαιρινών διακοπών, τις «κορδέλες» του δρόμου και το λεωφορείο, κατεβαίνοντας με μπόλικη απογοήτευση από την Παλιαχώρα, και τη μανούβρα του σκάφους στα πολυσύχναστα νερά της Μονής. Ίσως δε θέλησα να εστιάσω στα πρόσωπα των ηρώων, γιατί τα πρόσωπα τα κουβαλούσα ήδη μέσα μου, από τα παιδικά μου χρόνια, όταν είχα πρωτοδιαβάσει το βιβλίο. 
 
Τόσο το βιβλίο όσο και η γραφιστική νουβέλα μάς δείχνουν πόσο σημαντικό είναι να ακολουθεί κανείς καλούς, δοκιμασμένους δρόμους, φτάνει να έχει αίσθηση του μέτρου και να αναβρύζει αληθινό κέφι από μέσα του – αχ, αυτή η μοναδική χάρη της Ζωρζ Σαρή. Και όλα τελειώνουνε «σαν γάμος», όπως λέει ο Σαββόπουλος στους Αχαρνής. Σε ένα μεγάλο τραπέζι, κάτω από την κληματαριά. Η Λίνα σηκώνει το ποτήρι της και εύχεται: «Κι εγώ πίνω στην υγειά της παρέας, όλων των Χαλδαίων, των γονιών μας, της Αίγινας. Ζήτω!». 
 
Παράξενο πράγμα όμως. Αντί να τα βαρεθώ, το βιβλίο και τη γραφιστική νουβέλα, τόσες φορές που τα διάβασα, θέλω κι άλλο. Εσύ;
 
H Νίκη στη Μαρία: 
 
Απαντάω σ’ εσένα και ταυτόχρονα χαίρομαι πολύ που σε αυτή τη συζήτηση δεν ήμασταν οι δυο μας, αλλά ανοίξαμε αυτόν τον διάλογο μέσω της λέσχης σε τόσες φωνές, μικρά παραθυράκια στο Zoom και μηνύματα στο chat που δε σταμάτησαν να έρχονται. 
 
Θα ξεκινήσω από τα πρόσωπα: ήδη στην αρχή της συζήτησής μας εκείνη την Τετάρτη ανέφερες πως η επιτυχία του graphic novel συνδέεται σε μεγάλο βαθμό με τα πρόσωπα που σχεδιάζει ο Kanellos Cob, τα οποία είναι προφανώς ταιριαστά, αλλά δεν είναι υπερβολικά αξιομνημόνευτα. Έτσι, τα ακολουθείς μέσα στην υπέροχη σκηνογραφία, παρατηρείς τα ρούχα και τα γυαλιά τους, αλλά δε σε κατακλύζουν, δε γίνονται φορτικά. Σου επιτρέπουν πολύ ευγενικά να διατηρήσεις τις εικόνες που έχεις φτιάξει στο μυαλό σου όταν διάβασες το «πρωτότυπο» ή να εμπλουτίσεις τα χαρακτηριστικά των ηρώων όταν θα διαβάσεις το μυθιστόρημα, αν απευθυνθείς σε αυτό σε δεύτερο χρόνο. Αυτό μάλλον ηρεμεί τη γάτα, μαζεύει τα νύχια της.Το graphic novel στήνεται σαν μια πολύ καλή κινηματογραφική μεταφορά του βιβλίου. Είναι πλήρες, αλλά όχι φλύαρο, το σενάριο είναι καλοφτιαγμένο, το casting σωστό, η μελέτη των τοπίων προσεκτική, έχει συγκλονιστικό φως. Ανοίγει την πόρτα στην απόλαυση, στην αναγνωστική απόλαυση. Προ(σ)καλεί αναγνώστριες και αναγνώστες πιο διστακτικές/ούς να περιηγηθούν σε αυτό τον κόσμο: να βουτήξουν στα καλοκαιρινά νερά, να χαζέψουν, να εξερευνήσουν το παρελθόν, να αλλάξουν γνώμη για τους ανθρώπους, να δροσιστούν κάτω από την κληματαριά, να μυρίσουν τον βασιλικό στη γλάστρα, να ιδρώσουν πλάι στα μάρμαρα του αρχαιολογικού χώρου, να δοκιμάσουν ίσως ένα φραγκόσυκο. Μας θυμίζει πως μια ωραία ιστορία έχει αξία όσο πιο πολλές φορές λέγεται. Με όσους τρόπους κι αν λέγεται.
 
Κλείνω με κάτι που επίσης αναδύθηκε έντονα από την κουβέντα της λέσχης. Ο Θησαυρός της Βαγίας είναι ένα βιβλίο πολύ πολυδιαβασμένο. Όλες όσες ήμασταν μαζεμένες εκεί είχαμε να πούμε κάτι για την αναγνωστική μας εμπειρία: άλλες το είχαμε διαβάσει παιδιά και δε θέλαμε να αγγίξουμε ξανά εκείνη την ανάμνηση από φόβο μη χαλάσει, άλλες είχαμε επιστρέψει σε αυτό το βιβλίο πολλές φορές, άλλες το είχαμε διαβάσει φωναχτά και το είχαμε μοιραστεί με κάποιο παιδί. Το βιβλίο καθίσταται διαχρονικό όχι μόνο χάρη στην ιστορία του, που παίρνει διαστάσεις κλασικού μυθιστορήματος, αλλά χάρη στη διαχρονικότητα της αναγνωστικής εμπειρίας. Είναι ένα βιβλίο που το μοιράζονται πολλές γενιές: το βιβλίο που διάβασε η μαμά και η δασκάλα σου όταν ήταν μικρές, ένα βιβλίο που υπάρχει στη βιβλιοθήκη της μεγάλης ξαδέρφης και που με χαρά θα χαρίσεις στον καινούριο μικρό σου φίλο. Ένα βιβλίο που σου αφηγείται μια ιστορία από το παρελθόν, όπου κάποια παιδιά επισκέφτηκαν ένα ακόμα λίγο πιο παλιό παρελθόν. Ένα βιβλίο γραμμένο στο παρελθόν και διαβασμένο στο παρελθόν, από παιδιά που δεν είναι πια παιδιά, αλλά μεγάλοι, που μοιράζονται μαζί σου την αναγνωστική ανάμνηση της παιδικής τους ηλικίας. Ο Θησαυρός της Βαγίας είναι ένα βιβλίο-διαγενεακός σύνδεσμος: ακριβώς όπως η ηρωίδα του, η Νικόλ – ανάμεσα σε μικρούς και μεγάλους, παρόν και παρελθόν, καλοκαιρινή ανεμελιά και ανάδυση της μνήμης και της ιστορίας, μοιράζει ρόλους, ανακατεύει τα χαρτιά και μας πείθει να βρούμε τον κρυμμένο θησαυρό.
 
Φυσικά και θέλω κι άλλο. Ποιος θέλει άλλωστε να τελειώσουν οι διακοπές και να μπει στο πλοίο για τον Πειραιά;
 
Προηγούμενο
Επόμενο


Page generated: 05/11/2024 13:19:30