Η τέχνη του τρεξίματος
Η Αντρέα Μαρκολόνγκο, συγγραφέας του διεθνούς μπεστ σέλερ «Η υπέροχη γλώσσα - 9 λόγοι για να αγαπήσεις τα αρχαία ελληνικά», υπογράφει την «Τέχνη του τρεξίματος: Από τον Μαραθώνα στην Αθήνα με φτερά στα πόδια».
Νενικήκαμεν! Σύμφωνα με τον θρύλο, αυτή ήταν η μοναδική λέξη που κατόρθωσε να προφέρει ο αγγελιοφόρος Φιλιππίδης, αφού έτρεξε τον πρώτο Μαραθώνιο της Ιστορίας το 490 π.Χ. Αμέσως μετά κατέρρευσε στο έδαφος, νεκρός από την υπερβολική καταπόνηση.(από την εισαγωγή του βιβλίου)
Κι αν δοκιµάζαµε για µία φορά να «τρέξουµε όπως έτρεχαν οι αρχαίοι Έλληνες»; Είτε αγαπάµε το τρέξιµο είτε όχι, ένα πράγµα είναι βέβαιο. Όλα έχουν αλλάξει από την εποχή του Φειδιππίδη µέχρι σήµερα –η τεχνολογία, η πολιτική, η επιστήµη, ο πόλεµος, ο τρόπος που γράφουµε, που ταξιδεύουµε, ακόµα και το κλίµα–, όµως δύο πράγµατα δεν έχουν αλλάξει: οι µύες µας κι αυτά τα καταραµένα 41,8 χιλιόµετρα που χωρίζουν τον Μαραθώνα από την Ακρόπολη της Αθήνας. Ακριβώς αυτά που προτίθεµαι να τρέξω.
Andrea Marcolongo
(από το οπισθόφυλλο του βιβλίου)
Την Κυριακή 12 Νοεμβρίου, η Αθήνα θα βρίσκεται σε πανηγυρικό κλίμα, καθώς θα λάβει χώρα ο 40ός Μαραθώνιος Αθήνας και η πόλη θα γεμίσει από δρομείς που θα τρέξουν τα 42.195 μέτρα του αυθεντικού μαραθωνίου, με σημείο εκκίνησης τον Μαραθώνα και σημείο τερματισμού το Καλλιμάρμαρο Στάδιο. Γιατί όμως η διαδρομή είναι 42.195 μέτρα ακριβώς, αφού η διαδρομή που διέσχισε ο Φειδιππίδης ήταν γύρω στα 42 χιλιόμετρα; Στους πρώτους σύγχρονους Ολυμπιακούς στην Αθήνα το 1896, οι δρομείς είχαν τρέξει τη διαδρομή που κατά πάσα πιθανότητα είχε τρέξει και ο Φειδιππίδης το 490 π.Χ. και ο Σπύρος Λούης είχε τερματίσει πρώτος σε 2:58:50. Έως και τους Ολυμπιακούς του 1908, όμως, η απόσταση του μαραθωνίου κυμαινόταν μεταξύ 40 και 42 χιλιομέτρων. Στο Λονδίνο το 1908, η βασίλισσα Αλεξάνδρα ζήτησε συγκεκριμένα ο μαραθώνιος να ξεκινήσει από το Κάστρο του Ουίνσδορ, ώστε τα μέλη της βασιλικής οικογένειας να μπορέσουν να παρακολουθήσουν την εκκίνηση, και να τερματίσει ακριβώς μπροστά από το θεωρείο της βασιλικής οικογένειας στο White City Stadium. Αυτή η απόσταση ήταν ακριβώς 42.195 μέτρα και η Ολυμπιακή Επιτροπή αποφάσισε πως αυτή η απόσταση ακριβώς θα είναι η ίδια σε όλες τις διοργανώσεις έκτοτε.
Πηγή: www.gazzetta.gr
Αλλά τι σχέση έχει η Andrea Marcolongo με όλα αυτά; Λέει η ίδια στην εισαγωγή του βιβλίου της Η τέχνη του τρεξίματος. Από τον Μαραθώνα στην Αθήνα με φτερά στα πόδια σε μετάφραση της Άννας Παπασταύρου:
Τα χρόνια που έχω περάσει παλεύοντας με την ελληνική γλώσσα προκειμένου «να σκεφτώ όπως σκέφτονταν οι Έλληνες» με ώθησαν ν’ αλλάξω στρατηγική· έχοντας περάσει χρόνια καθισμένη μπροστά στο γραφείο μου, ανάμεσα σε βιβλία και γραμματικές, νιώθω ότι έχει έρθει για μένα η στιγμή να σηκωθώ και να δοκιμάσω «να τρέξω όπως έτρεχαν οι Έλληνες». Επειδή ένα μόνο πράγμα είναι βέβαιο: τα πάντα έχουν αλλάξει από την εποχή του Φιλιππίδη ως σήμερα –η τεχνολογία, η πολιτική, η επιστήμη, ο πόλεμος, ο τρόπος της συγγραφής, της διατροφής, των ταξιδιών, ως και το κλίμα καταφέραμε να καταστρέψουμε–, όμως δύο πράγματα έχουν μείνει αμετάβλητα: η ανατομική μας διάπλαση –οι μύες με τους οποίους είμαστε εξοπλισμένοι σήμερα είναι ακριβώς οι ίδιοι που περιέβαλλαν τα γερά κόκαλα των Ελλήνων– και εκείνα τα καταραμένα 41,8 χιλιόμετρα που χωρίζουν τον Μαραθώνα από την Ακρόπολη της Αθήνας. Πιστεύω, ή πιο σωστά θέλω να πιστεύω, ότι δύο σταθερές είναι κάτι παραπάνω από μία ένδειξη – αν δεν πρόκειται περί βεβαιότητας, είναι μια εξαιρετική πιθανότητα. Για τον λόγο αυτό, και για να αξιοποιήσω την αλλοπρόσαλλη επιφοίτηση που υπήρξε για μένα η απόφαση ν’ αρχίσω το τρέξιμο, έχοντας περάσει χρόνια σκυμμένη πάνω στο λεξικό της ελληνικής γλώσσας, θέλω να καλύψω με τη δύναμη των ποδιών μου και με την επιμονή του μυαλού μου την ίδια διαδρομή που διάνυσε ο αγγελιοφόρος Φιλιππίδης – ελπίζω μόνο το φινάλε της δικής μου ιστορίας να μην είναι εξίσου τραγικό.
Παρακάτω ακολουθεί ένα αντιπροσωπευτικό απόσπασμα από το κεφάλαιο VI Born to run
Ακόμα δεν έχω καταλάβει αν το τρέξιμο πηγάζει από κάποιο φυσικό ένστικτο. Δεν είμαι τόσο σίγουρη ότι αν απουσίαζε ένα ισχυρό ψυχολογικό κίνητρο –ο φόβος μου για τα γερατειά, άρα και ο τρόμος απέναντι στον θάνατο– θα συνέχιζα έτσι κι αλλιώς να τρέχω σταθερά και τακτικά, μόνο και μόνο επειδή το ζητούν τα κύτταρά μου από τη φύση τους· ίσα ίσα, έχω σοβαρές αμφιβολίες. Τρέχοντας, μου έτυχε πάνω από μία φορά να αναρωτηθώ αν το τρέξιμο πρέπει να θεωρείται μια φυσική ανάγκη του σώματος ή κάτι έξωθεν επιβεβλημένο, έστω και ευχάριστο σε πολλές περιπτώσεις, εντελώς διανοητικό· αν οι γάμπες είναι αυτές που θέλουν φυσιολογικά να τρέχουν για να νικήσουν την αφύσικη καθιστική στάση στην οποία βρισκόμαστε αναγκαστικά το μεγαλύτερο μέρος της μέρας μας ή αν, αντίθετα, ο εγκέφαλος επιβάλλει στα πόδια να συνεχίσουν να προσπαθούν κόντρα στη φύση τους. Δε μιλάω τώρα για την τεμπελιά, για το να προτιμάς τον καναπέ αντί για το τρεξιματάκι μετά το γραφείο, ούτε για την αποφασιστικότητα να φέρεις σε πέρας έναν μαραθώνιο.
Θα ήθελα πιο πολύ να καταλάβω από πού προέρχεται αυτή η ξαφνική επιθυμία για τρέξιμο που μεταμόρφωσε τη δυτική κοινωνία σε μια τεράστια αθλητική ομάδα χωρίς κοινωνικές ή ηλικιακές διακρίσεις – αν προέρχεται από το κεφάλι, δηλαδή από μια σειρά από ψυχαναλυτικά κίνητρα που ο Φρόυντ θα μπορούσε να περιγράψει καλύτερα από μένα και που μπορούν να συνοψιστούν στην απλή όσο και μπανάλ φράση «το τρέξιμο με κάνει να νιώθω καλά», ή από το σώμα, το οποίο θα επέβαλλε το running με την ίδια φυσικότητα με την οποία μας υποχρεώνει να υπακούμε σε αναλλοίωτες φυσικές ανάγκες, όπως το να τρώμε, να πίνουμε, να κοιμόμαστε. Σε ένα ευρύτερο επίπεδο, είτε πολιτικό είτε κοινωνιολογικό, θα ήθελα να καταλάβω αν ο σύγχρονος τρόπος μας να αντιμετωπίζουμε το τρέξιμο αντανακλά πράγματι την αντίληψη ότι πρόκειται για το «πιο δημοκρατικό σπορ» που υπάρχει, όπως διαλαλούν διαρκώς οι δρομείς, οι οποίοι, δυναμωμένοι από κάμποσα χιλιόμετρα κάτω από το σπίτι τους, νιώθουν όλοι τους Τσε Γκεβάρα στο σημερινό αθλητικό πανόραμα, το οποίο γίνεται ολοένα και πιο εκλεπτυσμένο και δαπανηρό, ή αν, αντίθετα, είναι το αποτέλεσμα κάποιας ιδεολογίας που θέλει τις γυναίκες και τους άνδρες όλο και πιο ωραίους, πιο νέους, πιο υγιείς, πιο λεπτούς, κι όλα αυτά για περισσότερο καιρό, και που τελικά μας καθιστά σκλάβους του τρεξίματος αντί για σκαπανείς. Άρα λοιπόν είμαστε όλοι φτιαγμένοι για να τρέχουμε ή μήπως ο απώτατος στόχος του οργανισμού μας είναι η ηρεμία, η κατάσταση της ανάπαυσης και η απουσία εξωτερικών ερεθισμάτων; Και τα πόδια χρησιμεύουν στο να διανύουν τους άγνωστους δρόμους ή μήπως για να στέκονται ακίνητα να αγναντεύουν ασφαλή και ήρεμα τη θέα; «Tramps like us, baby, we were born to run» τραγουδούσε ο Μπρους Σπρίνγκστιν.
Στην Ελλάδα του 3ου αιώνα μ.Χ. ο Φιλόστρατος είχε την ίδια άποψη: ο αθλητισμός είναι σύμφυτος με τον άνθρωπο· το τρέξιμο, η πυγμαχία και η πάλη ήρθαν στον κόσμο με την εμφάνιση στη Γη του πρώτου ανθρώπινου πλάσματος. Ο λόγος της εφεύρεσής τους συναρτάται με την ίδια τη γέννηση του ανθρώπου: «Όπως το σίδερο και ο χαλκός είναι η πρώτη αφορμή για την τέχνη του σιδηρουργού, η γη και τα προϊόντα της είναι η αφορμή για τη γεωργία και η ύπαρξη της θάλασσας αιτιολογεί τη ναυσιπλοΐα, με τον ίδιο τρόπο η γυμναστική έχει την πιο φυσική και βαθιά προσωπική σχέση με το ανθρώπινο είδος». Και όχι μόνο· ο φιλόσοφος ιστορεί ότι ο πρώτος αθλητής στην ιστορία ήταν ο Προμηθέας, αυτός που έδωσε το έναυσμα στον ανθρώπινο πολιτισμό κλέβοντας τη φωτιά από τον Δία για να τη χαρίσει στους ανθρώπους. Ο προπονητής του σίγουρα θα ήταν ο Ερμής, εμπνευστής του πρώτου γυμναστηρίου, που έπειτα μεταβίβασε τα διδάγματά του στον επαναστάτη Τιτάνα· οι πρώτοι άνθρωποι στη Γη, εύθραυστοι ακόμα και ασταθείς, έμελλε να προπονούνται μες στη λάσπη υπό την καθοδήγηση του ίδιου του Προμηθέα, με την πεποίθηση ότι ο αθλητισμός θα καθιστούσε το σώμα τους ικανό ν’ αντιμετωπίσει τη ζωή. Δε θέλει και πολύ μυαλό· από την πρώτη μέρα της Δημιουργίας, για όποιον πιστεύει, ή από την τελευταία φάση της εξέλιξης, για όποιον αμφιβάλλει, ο αθλητισμός πρέπει να νοείται ως μια εκπληκτική κατάκτηση του πολιτισμού. Η εφεύρεση της γυμναστικής υπήρξε η υπέρβαση της πρωτόγονης, ζωώδους κατάστασης που υποχρεώνει τον κυνηγό να τρέχει για να κυνηγά το θήραμά του ή τον πιο αδύναμο να το βάζει στα πόδια μπροστά στον πιο δυνατό. Μια μεγάλη δημοκρατική κατάκτηση, κατά κάποιον τρόπο, γιατί χάρη στην προπόνηση όλοι θα ήταν εξίσου ικανοί να ξεφεύγουν από τον εχθρό και να προμηθεύονται την τροφή χωρίς να νιώθουν την ανάγκη να προστατεύονται ή να συνθλίβονται από τον πιο δυνατό και τον πιο μυώδη της αγέλης. Σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με τους επιστήμονες, η ικανότητα να τρέχει, και όχι η όρθια στάση, ήταν το πραγματικό εξελικτικό άλμα που πριν από εκατομμύρια χρόνια επέτρεψε το πέρασμα από τον Australopithecus στον Homo Habilis, δίνοντας πνοή στην πορεία ή, πιο σωστά, στον αγώνα δρόμου του είδους μας. Ακολουθώντας, λοιπόν, το νήμα αυτής της υπόθεσης, με αφετηρία τον Προμηθέα, το όνομα του οποίου είναι συνώνυμο του πολιτιστικού ήρωα, ο αθλητισμός είναι για τον άνθρωπο ένα μέσο απελευθέρωσης και προόδου – η λύτρωση από το πρωτόγονο, μη εξελιγμένο στάδιο, από μια άγρια κοινωνία που χαρακτηρίζεται από την τυραννία του πιο ισχυρού και την υποταγή του πιο αδυνάτου. Εξάλλου, το τρέξιμο ως μέσο ή, πιο σωστά, ως θριαμβευτική προέλαση, προς την ελευθερία είναι μία από τις πιο γνωστές μεταφορές στην ιστορία του κινηματογράφου, με πρώτη την ταινία με τίτλο The Shawshank Redemption, βασισμένη σε ένα διήγημα του Στίβεν Κινγκ – ποτέ κανείς δεν είδε φυλακισμένο που δεν άρχισε να τρέχει από χαρά μόλις έσπασε τις αλυσίδες του.
Και όμως, αυτός ο συλλογισμός –περισσότεροι μύες για όλους, άρα και περισσότερη ελευθερία για όλους– εμένα δε με πείθει απόλυτα, τουλάχιστον όχι σήμερα· συχνά έχω την εντύπωση ότι ο αθλητισμός έχει γίνει σε πολλές περιπτώσεις, συμπεριλαμβανομένης και της δικής μου, όχι η διάπλατα ανοιχτή πόρτα, αλλά το κλουβί μέσα στο οποίο εκούσια χωνόμαστε. Ίσως να οφείλεται στις κάπως γκρίζες εκφράσεις και στο καρτερικό ύφος με το οποίο μιλούν για τις προπονήσεις τους όσοι δρομείς είναι προσηλωμένοι στην προετοιμασία ενός αγώνα –«σήμερα έχω τη μεγάλη διαδρομή», «αύριο πρέπει να δουλέψω τα διαλείμματά μου»–, όπου διαφαίνεται πιο πολύ ένα είδος καρτερίας που παραπέμπει σε αναμονή στην ουρά του ταχυδρομείου παρά γνήσιος ενθουσιασμός. Ίσως οφείλεται στις διαρκείς και αδιάλειπτες υποδείξεις, στα όρια της καταπίεσης, των κάθε είδους ιδρυμάτων και μίντια να κάνουμε σπορ προκειμένου να διατηρούμαστε υγιείς. Ή πιο απλά ίσως οφείλεται στο ότι τρέχοντας ταλαιπωρούμαστε, μερικές φορές πολύ, ενώ αντίθετα, ικανοποιώντας μια φυσική ανάγκη, είτε αυτή είναι η πείνα, η νύστα ή το σεξ, νιώθουμε ευχαριστημένοι και κερδισμένοι. Όποιος κι αν είναι ο λόγος που το πρωί στα φανάρια στον Σηκουάνα βρίσκομαι μέσα σ’ ένα πλέγμα από δρομείς που περιμένουν στοιχισμένοι εφ’ ενός ζυγού ν’ ανάψει το πράσινο, ιδρωμένοι και κατάκοποι, με την αθλητική τους περιβολή, έχω την εντύπωση ότι όλοι μας υπακούμε πιστά σε κάποια διεστραμμένη διαταγή – ή ότι τρέχοντας εκτίουμε μια ποινή που έπειτα θα μας επιτρέψει να ζήσουμε πιο ανάλαφρα και φυσιολογικά το υπόλοιπο της ζωής μας.
Από την αρχική εξέλιξη, από το άλμα ελευθερίας και προόδου, αρχίζοντας από τα τελευταία τριάντα ή σαράντα χρόνια, η αθλητική μανία, αντί να ελευθερώσει τη δυτική μας κοινωνία (από τι, άραγε;), στην ουσία φαίνεται ότι την υποτάσσει και την υποδουλώνει. Αστειευόμενη με τις τραγωδίες του Αισχύλου, έχω να πω το εξής: η αντίστροφη διαδρομή από τον Προμηθέα λυόμενο στον Προμηθέα δεσμώτη είναι μία στιγμή – ή ίσως εγώ είμαι υπερβολικά απαισιόδοξη ακριβώς επειδή δεν αντέχω άλλο να τρέχω.